Του Τάκη Κολοκούρη
Ο καθορισμός των ορίων της εργατικής τάξης, ο ορισμός της σαν τάξης, είναι σημαντικότατο ζήτημα από θεωρητική και πολιτική άποψη για το κόμμα του προλεταριάτου.
Είναι αυτονόητο, πως η γνώση της τάξης, και συνεπώς η γνώση της ταξικής της θέσης, αποτελεί όρο και προϋπόθεση για τη μελέτη των ταξικών αντιθέσεων, για την καθοδήγηση του ταξικού αγώνα ενάντια στην αντίπαλη αστική τάξη. Ακόμη περισσότερο, η ταξική αυτογνωσία επιτρέπει στο επαναστατικό κόμμα να αναγνωρίσει και όλες τις υπαρκτές αντιθέσεις της εργατικής τάξης με τις άλλες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας, στον αγώνα για την πλήρη εξάλειψη κάθε ταξικής αντίθεσης, για την αταξική κοινωνία.
Η εργατική τάξη, η ύπαρξη της και ταυτόχρονα η ταξική της αντίθεση με την αστική τάξη, είναι στον καπιταλισμό ένα αντικειμενικό γεγονός, που δεν προσδιορίζεται διόλου από ιδεολογικές παραμέτρους και προϋποθέσεις. Το προλεταριάτο υπάρχει σαν τάξη καθεαυτή, ανεξάρτητα από τις υπάρχουσες ιδεολογικές απόψεις των άλλων κοινωνικών τάξεων, ανεξάρτητα και από την ίδια την δική του ιδεολογική αντίληψη για την κοινωνία. Η εργατική τάξη δεν πρέπει να γίνει τάξη για τον εαυτό της για να υπάρξει, αλλά υπάρχοντας αντικειμενικά στην οικονομική βάση της κοινωνίας, έχει τη δυνατότητα της ταξικής συνείδησης και αυτογνωσίας, που πραγματώνεται μέσω του Κόμματος της. Οι ιδεολογικές προδιαγραφές για την αναγνώριση των τάξεων αντιστρέφουν την πραγματικότητα, αντικαθιστώντας την ταξική και οικονομική ανάλυση με την ανάλυση της συνείδησης της τάξης. Σύμφωνα μ' αυτές τις απόψεις, η τάξη υπάρχει και καθορίζεται κυρίως στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης, στο επίπεδο της ιδεολογίας, και πάντως είναι αδιανόητη η όποια ταξική αναφορά που στηρίζεται μόνο στην οικονομική και κοινωνική ανάλυση.
Αφήνοντας κατά μέρος μια λεπτομερή εξέταση του «ιδεολογικού ρεύματος», στο πρόβλημα της ταξικής ανάλυσης, συνοπτικά μπορεί να συμπεράνει κάποιος, πως εδώ έχουμε ασφαλώς την αντιστροφή των ρόλων. Οχι το Είναι, όχι η τάξη, όχι η ταξική αντίθεση, αλλά η συνείδηση καθορίζει το κοινωνικό Είναι, η συνείδηση της τάξης καθορίζει την ύπαρξη της, να το συμπέρασμα και η κατάληξη της «ιδεολογικής», της ιδεαλιστικής διαστρέβλωσης του Μαρξισμού. Και όμως, σ' όλους τους ορισμούς και τις αναφορές, οι κλασσικοί φρόντισαν να αποφύγουν ακριβώς αυτό: την εισαγωγή της συνείδησης και της ιδεολογίας σαν στοιχείων που καθορίζουν την ύπαρξη της ταξικής διαίρεσης, σαν στοιχείων καθορισμού της εργατικής τάξης.
Αναλύοντας εξαντλητικά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ο Μαρξ ανέλυσε στο «Κεφάλαιο» και την ταξική διάρθρωση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, περιέγραψε εξαντλητικά τα χαρακτηριστικά των διάφορων τάξεων και στρωμάτων και τις αμοιβαίες σχέσεις τους. ξεκίνησε δε να κάνει την τελική σύνθεση όλων αυτών των επιμέρους αναλύσεων, σε ένα χωριστό κεφάλαιο για τις τάξεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, αλλά δεν πρόλαβε. Το χειρόγραφο του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου», που εξέδωσε ο Ενγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ, διακόπτεται ακριβώς σ' αυτό το σημείο και ο Ενγκελς, σεβόμενος απόλυτα μια εργασία που ανήκε αποκλειστικά στον Μαρξ - όπως ο ίδιος δηλώνει στον πρόλογο του τρίτου τόμου -δεν συμπλήρωσε ούτε αυτό το ημιτελές κεφάλαιο. Το άφησε όπως ακριβώς ήταν στα μισοτελειωμένα χειρόγραφα του Μαρξ.
Το γεγονός αυτό έχει δώσει λαβή για μια σειρά παρανοήσεις και διαστρεβλώσεις της μαρξιστικής ανάλυσης, που χρόνια τώρα ταλαιπωρούν το κίνημα. Διάφοροι αναθεωρητές, για παράδειγμα, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σύνθεση του στο κεφάλαιο για τις τάξεις, προχωρούν στο δικό τους «δημιουργικό προχώρημα του μαρξισμού», διαστρεβλώνοντας συνειδητά όλη την ουσία του μαρξιστικού έργου, για να υπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες, ορίζοντας τις τάξεις ανάλογα με τα συμφέροντα της πολιτικής κατεύθυνσης που υπηρετούν, άλλοτε διευρύνοντας και άλλοτε συρρικνώνοντας τα όρια της εργατικής τάξης.
Αλλα, ξεκινώντας καλοπροαίρετα στην ανάλυση τους, μελετούν αποσπασματικά το Μαρξ, μπερδεύονται μέσα στα διαδοχικά επίπεδα αφαίρεσης του «Κεφαλαίου», πιάνονται από ζητήματα που δεν έχουν σχέση με τον ορισμό των τάξεων (π.χ. παραγωγή υπεραξίας ή παραγωγική και μη παραγωγική εργασία) και οδηγούνται σε εξίσου αντιεπιστημονικά συμπεράσματα σχετικά με τα όρια της εργατικής τάξης (κατά κανόνα τη συρρικνώνουν).
Κι όμως, η μαρξιστική ανάλυση, όταν κανένας την κατανοήσει και ως προς τη μέθοδο και ως προς την ουσία της, δεν αφήνει αμφιβολίες. Αναλύοντας τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ο Μαρξ ξεκινά αρχικά μόνο από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής, αγνοώντας τη σφαίρα της κυκλοφορίας και τη σφαίρα του εποικοδομήματος. Στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» υπάρχουν για τον Μαρξ αρχικά μόνο κεφαλαιοκράτες βιομήχανοι και βιομηχανικοί εργάτες. Αναλύοντας όμως το πέρασμα από την απλή συνεργασία στη* μανουφακτούρα και από κει στη μεγάλη βιομηχανική παραγωγή, αναλύει τη διάσπαση της ενότητας του πρωτύτερα αυτοτελούς εργάτη, τη διάσπαση ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική δουλειά, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής αντίθεσης ανάμεσα τους, η οποία σφραγίζει επίσης την ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Στην ανάλυση δεν εμφανίζονται μόνο οι κεφαλαιοκράτες και οι εργάτες της βιομηχανίας, αλλά και οι «αξιωματικοί του κεφαλαίου», τα διευθυντικά στελέχη της παραγωγής.
Στον δεύτερο και τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ φεύγει από το επίπεδο της παραγωγής και μελετά την κύκληση του κεφαλαίου, μελετά και τις άλλες μορφές που αυτό εμφανίζεται, μελετά δηλαδή το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο και τις ταξικές σχέσεις στο επίπεδο ολόκληρου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Ετσι, εδώ δεν υπάρχουν μόνο οι βιομήχανοι καπιταλιστές, αλλά και οι καπιταλιστές του εμπορίου και της πίστης, καθώς και οι γαιοκτήμονες. Αντίστοιχα, δεν υπάρχουν μόνο οι βιομηχανικοί εργάτες, αλλά και οι εργάτες των άλλων οικονομικών σφαιρών, όπως και οι αντίστοιχοι «αξιωματικοί του κεφαλαίου» σ' αυτές τις σφαίρες. Ετσι, από την ανάλυση των τάξεων στο επίπεδο ολόκληρου του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, ο Μαρξ είναι έτοιμος να περάσει στη σύνθεση των συμπερασμάτων του για τις τάξεις, που όπως είδαμε δεν πρόλαβε να τελειώσει.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ξεκινά αυτό το κεφάλαιο (μιάμιση σελίδα στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου»:
«Οι ιδιοκτήτες απλής εργατικής δύναμης, οι ιδιοκτήτες κεφαλαίου και οι ιδιοκτήτες γης, οι αντίστοιχες πηγές εισοδήματος των οποίων είναι ο μισθός εργασίας, το κέρδος και η γαιοπρόσοδος, δηλαδή α μισθωτοί εργάτες, οι κεφαλαιοκράτες κα οι γαιοκτήμονες αποτελούν τις τρεις μεγάλες τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, που βασίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής».*
Ο Μαρξ θεωρεί τις τρεις βασικές τάξεις της κοινωνίας σαν τάξεις ενιαίες, ανεξάρτητα από τη μορφή που έχει το κεφάλαιο ή η εργασία που μισθώνεται σ' αυτό. Χωρίζει ουσιαστικά εδώ τις τάξεις με το κριτήριο «έχοντες» και «μη έχοντες» σε σχέση με τα μέσα παραγωγής. Αμέσως παρακάτω όμως προειδοποιεί:
«Ωστόσο, κα εδώ (σ.σ. στην Αγγλία) ακόμα, αυτή η ταξική διάρθρωση δεν προβάλλει καθαρά. Ενδιάμεσες και μεταβατικές βαθμίδες συγκαλύπτουν και εδώ (παρ' όλο που στην ύπαιθρο αυτό γίνεται ασύγκριτα λιγότερο από ό,τι στις πόλεις) παντού τα ακριβή όρια ανάμεσα στις τάξεις»*
Και αμέσως μετά φεύγει από το πρώτο επίπεδο αφαίρεσης και αναζητά και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ταξικού προσδιορισμού:
«Το αμέσως επόμενο ερώτημα* στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση είναι το εξής: Τι αποτελεί μια τάξη; — αυτό προκύπτει μάλιστα μόνο του από την απάντηση στο άλλο ερώτημα: Τί είναι αυτό που κάνει τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες, τους γαιοκτήμονες να αποτελούν τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις;
Από πρώτη ματιά φαίνεται να είναι η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πηγών του εισοδήματος.
Ωστόσο, από την άποψη αυτή λ.χ. οι γιατροί και οι δημόσια υπάλληλα θα αποτελούσαν επίσης δυο τάξεις, γιατί ανήκουν σε δυο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, στις οποίες τα εισοδήματα των μελών της καθεμιάς απ' αυτές προέρχονται από την ίδια πηγή. Το ίδιο θα ίσχυε για τον ατέλειωτο κατακερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας διασπά τους εργάτες, τους κεφαλαιοκρατες και τους γαιοκτήμονες — τους τελευταίους λ.χ. σε κατόχους αμπελώνων, αγρών, δασών, ορυχείων, ψαρότοπων κλπ.»*
Εδώ ακριβώς διακόπτεται το χειρόγραφο του Μαρξ. Από τον τρόπο που τοποθετεί το ζήτημα όμως, γίνεται φανερό, ότι τοποθετεί τις τάξεις κατ' αρχήν σε σχέση με τα μέσα παραγωγής, και αρχίζει να διερευνά το ύψος και την πηγή προέλευσης του εισοδήματος, καθώς και τη θέση στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Αρχίζει δηλαδή να συνθέτει, σε ό,τι αφορά τις τάξεις, όλα εκείνα τα στοιχεία που ανέλυσε σε όλη την προηγούμενη εργασία του. Η μέθοδος που ακολουθεί και εδώ ο Μαρξ είναι η γενική μέθοδος του «Κεφαλαίου»: μας μεταφέρει από τα έξω προς τα μέσα, στο φαινόμενο που αναλύει. Αφού λοιπόν έχει τοποθετήσει τις τάξεις σε σχέση με την κατοχή των μέσων παραγωγής, θέτει το ερώτημα κατά πόσο το ύψος και η προέλευση του εισοδήματος (δηλαδή η διανομή) μπορούν να τις καθορίσουν. Και απαντά αρνητικά, θεωρώντας ότι το ύψος και η προέλευση του εισοδήματος δεν αρκούν, αλλά χρειάζεται να μελετηθεί και η θέση τους στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, μ' άλλα λόγια να μελετηθεί η αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική δουλειά, η οποία είναι εξίσου σημαντική για τον καθορισμό των τάξεων, όπως ο ίδιος ο Μαρξ απέδειξε αναλύοντας εξαντλητικά αυτή την αντίθεση στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου».
Την ανάλυση των τάξεων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, που κάνει ο Μαρξ στα διάφορα τμήματα του «Κεφαλαίου», συμπύκνωσε αργότερα ο Λένιν, δίνοντας έναν ορισμό των τάξεων, που αποτελεί την πληρέστερη συμπύκνωση των απόψεων που αναπτύσσει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Τα πορίσματα μιας πολύπλευρης και εξαντλητικής ανάλυσης συμπυκνώνονται εδώ στον ύψιστο βαθμό.
1. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Γ, σελ. 1086.
2. Στο ίδιο.
3. Στο ίδιο, σελ. 1087.
Εδώ δηλαδή δεν έχουμε κάποιο προχώρημα του Λένιν στη θεωρία, όπως είπαν διάφορα αναθεωρητές, προκειμένου να βγάλουν το Λένιν «αντιμαρξιστή» και να διατυπώσουν το δικό τους «δημιουργικό ορισμό των τάξεων», αλλά απλώς τη συμπυκνωμένη διατύπωση όλων όσων ανέλυσε ο Μαρξ.
«Τάξεις — γράφει ο Λένιν — ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είνα οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σ' ένα καθορισμένο σύστημα κοινωνικής οικονομίας».4
Είναι φανερό, πως ο Λένιν αναγνωρίζει και ορίζει τις τάξεις χωρίς καμμιά ιδεολογική βοήθεια, χωρίς καν να ενδιαφερθεί εδώ για την αυτοσυνείδηση των κοινωνικών τάξεων και το εποικοδόμημα. Ο ταξικός προσδιορισμός εξάλλου περιλαμβάνει ένα σύνολο από χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που μόνο έτσι, στο σύνολο τους δηλαδή, μπορεί να καθορίσουν την ταξική φυσιογνωμία. Η μελέτη και ανάλυση των Μαρξ και Ενγκελς για τον καπιταλισμό συμπυκνώνεται, όπως είπαμε ήδη, στο λενινιστικό ορισμό, αναδεικνύοντας τα βασικά και καθοριστικά γνωρίσματα των τάξεων της αστικής κοινωνίας. Μόνο η συνολική αυτή αντίληψη, μόνο η διαλεχτική και σύγχρονα υλιστική μέθοδος, μπορεί να μας προφυλάξει από τη μονομέρεια, μπορεί να μας επιτρέψει να διεισδύσουμε στην ουσία τέτιων φαινομένων, όπως η ταξική διαίρεση και η ταξική αντίθεση.
Το πρώτο ταξικό γνώρισμα, στον ορισμό του Λένιν, είναι η γενίκευση όλων όσων ακολουθούν, αφού από την αρχή κιόλας εισάγει την άποψη της ταξικής διαίρεσης και αντίθεσης σε κάθε «ιστορικά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής», υπογραμμίζοντας ξανά τη γνωστή θέση του Μαρξ, πως όλη η ιστορική πορεία της ανθρώπινης κοινωνίας είναι ουσιαστικά η ιστορία των ταξικών αντιθέσεων.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της ταξικής διαίρεσης, και ασφαλώς εκείνο που καθορίζει σύμφωνα με το Μαρξισμό την αντίθεση των κοινωνικών τάξεων, είναι η σχέση τους προς τα μέσα παραγωγής, η κατοχή τους ή όχι.
Το τρίτο γνώρισμα της ταξικής διαίρεσης είναι ο ρόλος των τάξεων στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας. Ο ρόλος αυτός δεν καθορίζεται μόνο από τη σχέση των τάξεων προς τα μέσα παραγωγής, αλλά έχει να κάνει με τη συμμετοχή στη διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας ή στην απλή εκτελεστική λειτουργία, με την εποπτεία της εργασίας ή με τον περιορισμό στην εκτέλεση εντολών και αποφάσεων. Το χαρακτηριστικό του λενινιστικού ορισμού όμως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της εκπλήρωσης του ρόλου στην εργασιακή διαδικασία, στην αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στην πνευματική και στη σωματική εργασία, σαν μια αντίθεση άρρηκτα συνυφασμένη με την ταξική αντίθεση, που απορρέει από τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής.
Τέλος, το μέγεθος του κοινωνικού πλούτου και ο τρόπος που τον ιδιοποιούνται, αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, από τη μια, και στην αποκόμιση υπεραξίας, από την άλλη, τρόπους ιδιοποίησης που αφορούν τις κύριες αντίπαλες τάξεις, το προλεταριάτο και την αστική τάξη. Ασφαλώς, το τελευταίο αυτό σημείο αφορά και άλλες κοινωνικές τάξεις, που όμως δεν καθορίζονται μόνο από τον τρόπο που ιδιοποιούνται και από το μέγεθος της κοινωνικής μερίδας.
Η αντίθεση πνευματικής και σωματικής εργασίας
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο της ταξικής οριοθέτησης και κατάταξης, αφού αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα - περιεχόμενο της ίδιας της ταξικής αντίθεσης. Η αντίθεση αυτή δεν ταυτίζεται ασφαλώς με την ταξική αντίθεση, μα ξεπηδάει απ' αυτήν, ολοκληρώνοντας την και προσδιορίζοντας με τη σειρά της την ταξική φυσιογνωμία των αντίπαλων κοινωνικών τάξεων.
Η αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και πνευματική εργασία ανάγεται ασφαλώς στην αντίθεση ανάμεσα στην απλή και τη σύνθετη εργασία. Είναι όμως ταυτόχρονα μια αντίθεση που οξύνεται συνεχώς, στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, διευρύνοντας έτσι το φάσμα της, αποτελώντας καθοριστικό και ουσιώδες γνώρισμα της ταξικής αντίθεσης. Ακριβώς γι' αυτό, η απονέκρωση των μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων της κοινωνίας στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς πριν απ' όλα την απονέκρωση αυτής της σημαντικής αντίθεσης. Και είναι ασφαλώς κριτήριο της πορείας προς την αταξική κοινωνία η γεφύρωση αυτής της αντίθεσης ή, καλύτερα, η πορεία της λύσης της, που γίνεται μέσω της ταξικής πάλης, όπως εξαντλητικά αναλύεται στο σχέδιο προγράμματος.
Η αντίθεση αυτή είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μαρξιστικής ανάλυσης και των απόψεων των κλασσικών στη μελέτη των καπιταλιστικών αντιθέσεων. Περιγράφοντας την αλλοτρίωση του προλεταριάτου και τη μονόπλευρη ανάπτυξη του, ο Μαρξ σημείωνε:
«Η καθαυτό μανουφακτουρα δεν καθυποτάσσει μόνο τον πρωτύτερα αυτοτελή εργάτη στο πρόσταγμα και την πειθαρχία του κεφαλαίου, μα δημιουργεί επιπλέον και μια ιεραρχική κλιμάκωση των ίδιων των εργατών. Ενώ η απλή συνεργασία αφήνει γενικά αναλλοίωτο τον τρόπο εργασίας των ξεχωριστών ατόμων, η μανουφακτουρα επαναστατικοποιεί αυτόν τον τρόπο από τη βάση της και χτυπά στη ρίζα της την ατομική εργατική δύναμη. Σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε εξάμβλωμα, καλλιεργώντας σαν μέσα σ' ένα θερμοκήπιο τη μικρότερη επιδεξιότητα του και πνίγοντας ένα ολόκληρο κόσμο από παραγωγικές κλίσεις και χαρίσματα, ακριβώς όπως στις πολιτείες του Λα Πλάτα σφάζουν ένα ολόκληρο ζώο μόνο και μόνο για να πάρουν το τομάρι ή το λίπος του» 4. Β.Ι. Λένιν: Η μεγάλη πρωτοβουλία, Απαντα, Τόμος 39, σελ 15.
Η προηγούμενη ενότητα του ατομικού εργαζόμενου διασπάται λοιπόν με την εμφάνιση της καπιταλιστικής παραγωγής, διασπάται η ενότητα της πνευματικής και σωματικής εργασίας, αφού η μεν πρώτη αποσπάται από την παραγωγή σαν το ιδιαίτερο προτσές της γνώσης, η δε δεύτερη αποτελεί απλώς το συμπλήρωμα της μηχανής. Είναι αυτονόητο, πως αναφερόμαστε στην αντίθεση σωματικής-πνευματικής εργασίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στα πλαίσια της εμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η ιδιαιτερότητα της μορφής αυτής έχει να κάνει με τον ίδιο τον καπιταλιστικό καταμερισμό και τη διάσπαση της ενότητας της εργασίας, που υπήρχε στην απλή συνεργασία και στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Μ' αυτή την έννοια, η αντίθεση σωματικής-πνευματικής εργασίας έχει την αφετηρία της στην εμφάνιση του καπιταλισμού. Σαν αντίθεση βέβαια γενικά ανάμεσα σε πνευματικά και σωματικά εργαζόμενους έχει την αφετηρία της πολύ παλιότερα, στην εμφάνιση μόλις της ταξικής αντίθεσης και της ταξικής κοινωνίας, φαινόμενο που έχουν αναλύσει ο Μαρξ και ο Ενγκελς στη «Γερμανική Ιδεολογία» και ο Ενγκελς στο «Αντί - Ντύρινγκ».
Το προτσές αυτό, της δημιουργίας και της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία, δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από το προτσές της γνώσης και της διαμόρφωσης των αστικών σχέσεων παραγωγής. Και πάλι ο Μαρξ περιγράφει με σαφήνεια την εξέλιξη της βασικής αυτής καπιταλιστικής αντίθεσης:
«Οι πνευματικές δυνάμεις της παραγωγής αναπτύσσονται προς μια πλευρά, γιατί εξαφανίζονται από πολλές άλλες πλευρές. Αυτό που χάνουν οι μερικοί εργάτες συγκεντρώνεται ακτίκρυ τους, στο κεφάλαιο. Είναι προϊόν του μανουφακτουρικού καταμερισμού της εργασίας. Το γεγονός ότι α πνευματικές δυνάμεις του υλικού προτσές παραγωγής αντιπαραθέτονται σ' αυτούς σαν ξένη ιδιοχτησία και σαν δύναμη που τους εξουσιάζει είναι προϊόν του μανουφακτουρικού καταμερισμού της εργασίας. Το προτσές αυτό του χωρισμού αρχίζει στην απλή συνεργασία, όπου απέναντι στους ξεχωριστούς εργάτες ο κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του κοινωνικού σώματος εργασίας. Αναπτύσσεται παραπέρα στη μανουφακτούρα που σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε μερικό εργάτη. Ολοκληρώνεται στη μεγάλη βιομηχανία που την επιστήμη την χωρίζει σαν αυτοτελή παραγωγική δύναμη από την εργασία και την βάζει με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου»!*
Είναι επίσης χαρακτηριστικό της αποξένωσης του εργάτη από την πνευματική εργασία και της αντίθεσης που αναπτύσσται, το γεγονός ότι το εργασιακό προτσές, βασισμένο στη γνώση αυτή και στις τεχνολογικές εφαρμογές της, διευθύνεται και εποπτεύεται από τους κατόχους αυτής της γνώσης. «Η θέληση και η νόηση» της εργασίας ανήκει πλέον στην αντίπαλη τάξη και στους ανθρώπους της, ενώ το προλεταριάτο παρουσιάζεται εδώ σαν ένα εκτελεστικό όργανο, αποδέκτης εντολών και αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ακριβώς όπως το περιγράφει ο Μαρξ :
«Στο συνδυασμό τους η εργασία αυτή εμφανιζεται να υπηρετεί μια ξένη βούληση και νόηση και να καθοδηγείται απ' αυτές — έχοντας την ψυχική της ενότητα έξω από τον εαυτό της — όπως ακριβώς και στην υλική της ενότητα εμφανίζεται υποταγμένη στην αντικειμενική ενότητα των μηχανημάτων, του πάγιου κεφαλαίου, που σαν έμψυχο τέρας αντίκειμενοποιεί την επιστημονική σκέψη και αποτελεί στην πράξη τον συνεκτικό δεσμό, καθόλου δεν σχετίζεται σαν εργαλείο προς τον ξεχωριστό εργάτη, αλλά αντίθετα ο τελευταίος υπάρχει σαν έμψυχο μεμονωμένο στίγμα, ζωντανό απομονωμένο εξάρτημα του»7
Ο ρόλος στην κοινωνική οργάνωση εργασίας, για τον οποίο μίλησε ο Λένιν, έχει άμεση σχέση μ' αυτή την αντίθεση, αφού η εποπτεία και η διεύθυνση, σ' όλα τα επίπεδα του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εκτελούνται από εκείνους που έχουν «τη νόηση και τη βούληση», σύμφωνα με το Μαρξ. Είναι φανερό, πως η δυνατότητα αυτή πηγάζει από το βασικό όρο της καπιταλιστικής οργάνωσης του εργασιακού προτσές, από την αλλοτρίωση δηλαδή του εργάτη από τα μέσα παραγωγής, από τη μετατροπή του σε εξάρτημα και αντικείμενο του εργασιακού προτσές.
Οι πνευματικές δυνάμεις, που χάθηκαν οριστικά από τον μεμονωμένο εργαζόμενο, πέρασαν στην αντίπαλη και συγχρόνως άρχουσα τάξη, σαν αποκλειστικό προνόμιο και δυνατότητα. Η αστική τάξη, σαν τάξη που κατέχει τα μέσα παραγωγής, επιβάλλει τη θέληση της, ενώ σαν τάξη που κατέχει την επιστημονική γνώση, εποπτεύει με τους ανθρώπους της την εργασιακή διαδικασία. Η εποπτεία και η διεύθυνση του εργασιακού προτσές είναι οι λειτουργίες όπου υλοποιείται θα λέγαμε η αντίθεση, όπου γίνεται φανερή.
Συνεπώς, οι άνθρωποι που εποπτεύουν και διευθύνουν το εργασιακό προτσές είναι «το έμψυχο σώμα» αυτής της αντίθεσης, σε αντίθεση βέβαια με τον αντίποδα, το προλεταριάτο. Η αντίθεση τους με την εργατική τάξη δεν είναι μια αντίθεση απλού καταμερισμού, αλλά ανάγεται απευθείας στην ταξική αντίθεση, στον ταξικό ανταγωνισμό. Χωρίς την πρόθεση να επεκταθούμε εδώ στη μελέτη μιας τέτιας αντίθεσης, αξίζει να υπογραμμίσουμε, πως μιλούμε φυσικά για την αντίθεση πνευματικής και σωματικής εργασίας, που πηγάζει από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και οξύνεται στην πορεία της ολοκλήρωσης του. Η αντίθεση στην οποία αναφερόμαστε, στην ευρύτερη θεώρηση της, ασφαλώς έχει να κάνει και με την πολιτισμική συμπεριφορά, με την κοινωνική καταξίωση και με τους αστικούς όρους της κ.λπ.
Οι αστικές αντιλήψεις για την γνώση και την επιστήμη, η αστική αντίληψη για το ρόλο της σωματικής εργασίας, για το ρόλο τελικά του προλεταριάτου, ανάγονται και περιλαμβάνονται στο τρόπο με τον οποίο η άρχουσα τάξη αντιμετωπίζει αυτή την αντίθεση. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να αναφερθούμε στη νομική αντανάκλαση αυτής της αντίθεσης, όπως εμφανίζεται στην ελληνική εργατική νομοθεσία.
5. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Α, σελ. 374.
6. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Α, σελ. 375.
7. Κ. Μαρξ: Τόμος Β, σελ. 357, ελλην. έκδοση «Στοχαστής».
Ο γνωστός νόμος 2112/1920, που χωρίζει τους μισθωτούς σε υπάλληλους και εργατοτεχνίτες, ψηφίστηκε σε μια εποχή ιδιαίτερης καθυστέρησης του ελληνκοϋ καπιταλισμού, όπου τα πράγματα ήταν λίγο πολύ απλά, όπου δεν υπήρχαν πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες κι έτσι απλά καθόρισε, ότι υπάλληλος θεωρείται όποιος παρέχει εργασία «αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν». Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού όμως, με τον πολλαπλασιασμό των εργατικών στρωμάτων που κάνουν «μη σωματική» εργασία, αλλά που αποτελούν απλά εκτελεστικά όργανα, δηλαδή είναι εργάτες, χρειάστηκε ο νόμος αυτός να τροποποιηθεί και χρειάστηκε να βγουν πάμπολλες δικαστικές αποφάσεις, που ορίζουν την πνευματική εργασία όχι απλά ως «μη σωματική», αλλά ως εργασία «για την οποία απαιτείται εξιδιασμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση, ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης». Το ίδιο το νομικό εποικοδόμημα δηλαδή, μολονότι πάντα καθυστερεί σε σχέση με την οικονομική βάση, σπεύδει βαθμιαία να προσαρμόζεται προς την πραγματική μορφή με την οποία εμφανίζεται η αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική δουλειά, ακόμη και σ' αυτό το πλέον στοιχειώδες επίπεδο. Είναι βέβαια άλλο πράγμα το γεγονός ότι το πνεύμα αυτού του νομικού εποικοδομήματος σε αρκετές περιπτώσεις έχει παραβιαστεί, με την ένταξη στην κατηγορία του «υπαλλήλου» και χειρωνακτικά εργαζόμενων. Εδώ μας ενδιαφέρει το ίδιο το πνεύμα, η ίδια η αντίληψη της αστικής τάξης, που μας αποκαλύπτει την αντίθεση σωματικής και πνευματικής εργασίας.
Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε ακόμη περισσότερο αυτό το ζήτημα, επειδή όμως εδω μας ενδιαφέρει μόνο ο τομέας της καπιταλιστικής παραγωγής και κυκλοφορίας καθώς και του εποικοδομήματος, σε σχέση με την ταξική αντίθεση και την ταξική οριοθέτηση, περιοριζόμαστε στην αντίθεση όπως αυτή εμφανίζεται στο εργασιακό προτσές, αφήνοντας κατά μέρος την «ιδεολογική του αντανάκλαση». Η αντίθεση πνευματικής - σωματικής εργασίας δεν μπορεί να κατανοηθεί και να αναλυθεί σαν αντίθεση ανάμεσα στα χέρια και το μυαλό. Ούτε βέβαια οι χυδαίες αστικές απόψεις για το «πνεύμα» και το «χέρι» μπορούν να πλησιάσουν έστω το πρόβλημα. Για τον Μαρξ, η ίδια η εργατική δύναμη ορίζεται σαν το σύνολο των μυϊκών και πνευματικών δεξιοτήτων του εργάτη. Ούτε το ανώτερο μορφωτικό επίπεδο της σημερινής εργατικής τάξης, σε σχέση με τις παλιότερες γενιές των εργατών, αποτελεί απόδειξη για άρση της αντίθεσης ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική δουλειά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως η πρόοδος της γνώσης και της επιστήμης έχει την αφετηρία της ακριβώς στην παραγωγική διαδικασία, αφού οι ανάγκες της τελευταίας αποτελούν πάντα την κινητήρια δύναμη της επιστήμης.
Η αποξένωση όμως του εργάτη απ" αυτή τη γνώση, η αποξένωση του από τη συνθετική και αφαιρετική λειτουργία στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας, η μετατροπή του σε εκτελεστικό όργανο και συμπλήρωμα της μηχανής, γίνεται δυνατή μόνο στα πλαίσια του αστικού τρόπου παραγωγής και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τρόπου παραγωγής, ανεξάρτητα από το αν ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο των εργατών. Ο εργάτης όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μερικό εργαλείο ανεξάρτητα από το αν στην εργασία του αλλάζει ο συσχετισμός ανάμεσα στις μυϊκές και πνευματικές δυνάμεις που χρησιμοποιεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, αυτό εμφανίζεται με εντελώς στρεβλό τρόπο. Για παράδειγμα, ο χειριστής ενός αυτόματου τόρνου, που καθοδηγείται από ηλεκτρονικό υπολογιστή, μολονότι καταβάλλει μικρότερη μυϊκή προσπάθεια, είναι εντούτοις πολύ πιο μερικό εργαλείο από τον ειδικευμένο χειριστή ενός τόρνου παραδοσιακού τύπου, ο οποίος κατανάλωνε μεν μεγαλύτερη ποσότητα μυϊκών δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε και ένα σύνολο πνευματικών δεξιοτήτων, πόυ καθόλου δεν χρειάζονται στον χειριστή του νέου μηχανήματος.
Επομένως, η αποξένωση αυτή από την πνευματική εργασία και τη γνώση και ο ανταγωνισμός με τους «ειδικούς» της επιστήμης, που διευθύνουν και εποπτεύουν, δεν σημαίνει πως η σωματική εργασία είναι απαλλαγμένη και «καθαρή» από κάθε προτσές σκέψης και γνώσης
Ο ανταγωνισμός της πνευματικής και της σωματικής εργασίας, ο ανταγωνισμός του προλεταριάτου και των εργαζόμενων με τους ειδικούς και τους επόπτες της παραγωγικής διαδικασίας, πραγματοποιείται στα πλαίσια του ταξικού ανταγωνισμού, αποτελώντας οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα του.
Συμπέρασμα
Είναι λοιπόν φανερό, πως η ταξική οριοθέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των λενινιστικών γνωρισμάτων, χωρίς να απομονώνει ή να παραλείπει κάποιο. Η σχέση με τα μέσα παραγωγής είναι ασφαλώς το βασικό και καθοριστικό γνώρισμα, αλλά δεν αρκεί για να οριστούν σωστά τα όρια του προλεταριάτου. Ο ρόλος κάθε τάξης ή στρώματος στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, η αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία, καθώς επίσης και το μέγεθος της μερίδας του κοινωνικού πλούτου που ιδιοποιούνται, είναι επίσης ουσιαστικά και καθοριστικά κριτήρια, που οριοθετούν το προλεταριάτο απέναντι στα μικροαστικά στρώματα (και τα μισθωτά). Επίσης, η αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία, σε συνδυασμό με το ύψος του μισθού, διαχωρίζει αποφασιστικά την εργατική τάξη από τους «αξιωματικούς του κεφαλαίου», που εποπτεύουν και διευθύνουν την παραγωγική διαδικασία.
H εκλεκτική αναφορά στον Μαρξ και η διαστρέβλωση του καταλήγουν στην κατάργηση των ορίων αυτών, στην ένταξη των μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων στους κόλπους του προλεταριάτου, στην «προλεταριοποίηση της πνευματικής εργασίας», στο συμπέρασμα τελικά της άμβλυνσης του ανταγωνισμού της με τη σωματική εργασία.
Συμπυκνώνοντας λοιπόν αυτή τη σύντομη αναφορά στην ταξική αντίθεση και οριοθέτηση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ο ορισμός της εργατικής τάξης, όπως αναφέρεται στο σχέδιο προγράμματος, που εκπόνησε η ΚΕ της ΣΑΚΕ και με βάση τον οποίο έγινε ο υπολογισμός των ορίων της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, ανταποκρίνεται πλέρια στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία.
«Στην εργατική τάξη - αναφέρει το σχέδιο προγράμματος - περιλαμβάνονται οι μισθωτοί όλων των κλάδων της κοινωνικής παραγωγής κα της κυκλοφορίας (δηλαδή σε όλο το εύρος της κύκλησης του κεφαλαίου), καθώς κω οι μισθωτοί των μη παραγωγικών για το κεφάλαιο κλάδων (κρατικός τομέας υπηρεσιών), οι οποία δεν κατέχουν μέσα παραγωγής, ασκούν αποκλειστικά εκτελεστική εργασία και ανταλλάσσουν την εργατική τους δύναμη με μέσα συντήρησης».
Σύγχιση σχετικά με την παραγωγή υπεραξίας και τα όρια της εργατικής τάξης
Μια από τις πλέον διαδεδομένες συγχίσεις στο ζήτημα του καθορισμού των ορίων της εργατικής τάξης, είναι αυτή που περιορίζει την εργατική τάξη μόνο στη σφαίρα της παραγωγής, εκεί όπου παράγεται υπεραξία, αφήνοντας έξω από τα όρια της τάξης τους εργάτες της σφαίρας της κυκλοφορίας και του εποικοδομήματος.
Αναλύοντας τις μεταμορφώσεις του κεφαλαίου, ο Μαρξ προσδιόρισε και ανέλυσε τις διαδοχικές μορφές που αυτό παρουσιάζει στη διαδικασία της κύκλησής του. Καθοριστική μορφή, «πρωταρχική αιτία» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, «τόπος» όπου αναπτύσσεται ο κορμός και η μάζα της εργατικής τάξης είναι το βιομηχανικό κεφάλαο. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τη μαρξιστική ανάλυση:
«Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας, ή υπερπροϊόντος, αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους. Γι' αυτό το λόγο το βιομηχανικό κεφάλαιο καθορίζει τον κεφαλαοκρατικό χαρακτήρα της παραγωγής- η ύπαρξη του περιλαμβάνει την ύπαρξη της ταξικής αντίθεσης κεφαλαιοκρατων και μισθωτών εργατών».*
Είναι φανερό, πως ο κορμός και η βάση της ύπαρξης του προλεταριάτου είναι η σφαίρα δράσης του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η οριοθέτηση του και η αναγνώριση του αρχίζει ακριβώς από την ύπαρξη και την ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η κύκληση όμως του κεφαλαίου περιλαμβάνει και τις μεταμορφώσεις του, από την παραγωγική του μορφή σ' εκείνες του χρηματικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Η ύπαρξη της ταξικής αντίθεσης και η δημιουργία της εργατικής τάξης αναφέρεται σε όλες τις μεταμορφώσεις του βιομηχανικού κεφαλαίου, από το παραγωγικό στο κυκλοφοριακό στάδιο. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως, σύμφωνα με τον Μαρξ, η ταξική αντίθεση στα πλαίσια του βιομηχανικού κεφαλαίου αναλύεται στις επιμέρους αντιθέσεις, όπως αυτές εμφανίζονται στα πλαίσια του παραγωγικού, του χρηματικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου.
Οσοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδοχικά επίπεδα αφαίρεσης του «Κεφαλαίου» και μένουν μόνο στην ανάλυση του πρώτου τόμου, όπου η κύκληση του κεφαλαίου δεν αναλύεται από τον Μαρξ, ας προσέξουν την τοποθέτηση των τάξεων που κάνει ο Μαρξ στο ημιτελές χειρόγραφο του, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Η εργατική τάξη ορίζεται κατ' αρχήν σαν τάξη που είναι ιδιοκτήτης απλής εργατικής δύναμης, με πηγή εισοδήματος το μισθό εργασίας, δηλαδή σαν το σύνολο των μιθωτών εργατών, ανεξάρτητα από από τη φάση της κύκλησης του κεφαλαίου στην οποία μισθώνει την εργατική της δύναμη, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν παράγει υπεραξία ή αν απλώς με την υπερεργασία της βοηθά το κεφάλαιο να αυτοαξιοποιείται, αποκομίζοντας υπεραξία που έχει παραχθεί στην παραγωγική φάση. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η μελέτη του λενινιστικού ορισμού. Και σε τελευταία ανάλυση, αν δεν δεχόμασταν αυτό το συμπέρασμα, θα οδηγούμασταν στον παραλογισμό να αποκλείσουμε από την εργατική τάξη τεράσια τμήματα της, που είναι οι εργάτες στις σφαίρες της κυκλοφορίας και του επικοδομήματος, θα βαφτίζαμε μικροαστούς ένα μεγάλο τμήμα των εργατών.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν το μαρξιστικό συμπέρασμα για την έκταση και τα όρια της ταξικής αντίθεσης. Η ταξική αντίθεση, η αντίθεση κεφαλαίου -εργασίας, ανεξάρτητα από τη μορφή της τελευταίας (αν δηλαδή είναι εργασία βιομηχανικού εργάτη ή εργάτη του εμπορίου κλπ.), δεν περιορίζεται μόνο στο παραγωγικό στάδιο της ύπαρξης του κεφαλαίου, αλλά περιλαμβάνει όλη την κύκληση, από το παραγωγικό στο εμπορευματικό και στο χρηματικό κεφάλαιο. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν «αδιαφορούν» για τη μορφή της ταξικής αντίθεσης και στέκονται στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ύπαρξης της. Μια συνολική αντίληψη της μαρξιστικής ανάλυσης δείχνει, πως για τον Μαρξ η ύπαρξη και οριοθέτηση του προλεταριάτου δεν προσδιορίζεται από τη μορφή του κεφαλαίου και συνεπώς από τη συγκεκριμένη μορφή της εκτελούμενης εργασίας. Και ο λενινιστικός ορισμός των τάξεων δεν στέκεται στις μορφές της ύπαρξης του κεφαλαίου, μα στα καθοριστικά γνωρίσματα που οριοθετούν και αντιπαραθέτουν τις τάξεις, τόσο στην παραγωγή όσο και στην κυκλοφορία. Η εργατική τάξη υπάρχει και πρέπει να αναγνωρισθεί σε όλα τα στάδια της κύκλησης του κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τα καθοριστικά γνωρίσματα που περιέγραψε ο Λένιν, στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικά.
Συγχίσεις και διαστρεβλώσεις σχετικά με την παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία
Ασφαλώς, μια εκτενής ανάλυση του θέματος της παραγωγικής και της μη παραγωγικής εργασίας είναι έξω από τους στόχους αυτής της παρουσίασης. Αξίζει όμως μα συνοπτική αναφορά στο θέμα, αν ληφθεί υπόψη, πως ο Μαρξ έγινε πρόσχημα για κάθε αστική αντίληψη, που επικράτησε χρόνια τώρα, σχετικά με τον καθορισμό και τα όρια της εργατικής τάξης. Η ιδεαλιστική και αντιδιαλεχτική αυτή στάση αφορά τόσο τη διεύρυνση του προλεταριάτου, για την οποία μίλησαν οι αναθεωρητές, εντάσσοντας στην εργατική τάξη όλους εκείνους που υπάγονται στην κατηγορία των «παραγωγικών εργατών», όσο και τη μικροαστική περιχαράκωση της «αριστερής» αντιπολίτευσης, που από τη μια συγχέοντας την παραγωγική εργασία με την παραγωγή υπεραξίας και από την άλλη στενεύοντας τα όρια της εργατικής τάξης μόνο στην παραγωγική φάση της κύκλησης του κεφαλαίου, βγάζει έξω από την τάξη σημαντικά τμήματα της, που είτε απασχολούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας είτε σε «μη παραγωγικές» (από την* άποψη του κεφαλαίου) σφαίρες (κρατικός μηχανισμός).
8. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Β, σελ. 54.
Η επιφανειακή αναφορά στον Μαρξ και η αποδιδόμενη αοριστία ή ασάφεια στη μαρξιστική ανάλυση, προφανώς εξυπηρετεί τις τάσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε. Αντίθετα, πιστεύουμε, πως η αναφορά του Μαρξ στο ζήτημα της παραγωγικής και της μη παραγωγικής εργασίας αποτελεί μια εξαντλητική και πολύπλευρη ανάλυση, ακόμη και αν έμεινε ανεκπλήρωτη η πρόθεση του για μια συνθετική εργασία στο ζήτημα αυτό.
Το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, είναι ότι ο Μαρξ αναφερόμενος στο ζήτημα της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας δεν έχει σαν στόχο να ορίσει τις τάξεις (κάτι τέτιο άλλωστε θα αντέφασκε με όλη την ανάλυση του). Στόχος του είναι να διαλύσει μια σειρά συγχίσεις, να κάνει πολεμική σε κρατούσες αστικές οικονομικές αντιλήψεις και να αποκαλύψει τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος, έχοντας σαν σκοπό του όχι τις κοινωνικές ανάγκες αλλά το κέρδος, θεωρεί παραγωγική μόνο την εργασία που αξιοποιεί το κεφάλαιο και αντιπαραγωγικές μια σειρά κοινωνικά ωφέλιμες εργασίες, οι οποίες όμως δεν αξιοποιούν το κεφάλαιο. Αποτελεί λοιπόν κατ' αρχήν μεθοδολογικό λάθος η αναζήτηση της ταξικής οριοθέτησης στη βάση της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας. Κι αυτό το μεθοδολογικό λάθος οδηγεί, όπως θα δούμε, σε παραλογισμούς.
Η παραγωγική εργασία εξετάζεται από το Μαρξ αρχικά αφηρημένα, ανεξάρτητα δηλαδή από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται.
«Το προτσές εργασίας — γράφει ο Μαρξ — το εξετάσαμε πρώτα αφηρημένα, ανεξάρτητα από τις ιστορικές του μορφές, σαν προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Εκεί είπαμε: Αν όλο το προτσές εργασίας το εξετάσουμε από την άποψη του αποτελέσματος του τότε κα τα δυο, το μέσο εργασίας και το αντικείμενο εργασίας εμφανίζονται σαν μέσα παραγωγής και η εργασία η ίδια σαν παραγωγική εργασία... Ο ορισμός αυτός: παραγωγική εργασία, που απορρέει από την άποψη του απλού προτσές παραγωγής είναι τελείως ανεπαρκής για το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής»* (υπογ. δική μας).
Αφηρημένα λοιπόν, «από την άποψη του αποτελέσματος» της εργασιακής διαδικασίας», η παραγωγική εργασία αναφέρεται στην παραγωγή υλικών «αξιών». Επειδή όμως αφηρημένο προτσές παραγωγής δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ, ο Μαρξ υπογραμμίζει αμέσως την αδυναμία μιας τέτιας γενικής τοποθέτησης να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο ζήτημα του καπιταλιστικού παραγωγικού προτσές.
Μιλώντας λοιπόν συγκεκριμένα για την παραγωγική εργασία, στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο Μαρξ έχει σαφή άποψη για τη φύση της, αρκετά πριν την ανάλυση του «Κεφαλαίου»:
«Παραγωγική εργασία είναι απλά εκείνη που παράγει κεφάλαιο. [...]
Παραγωγική είναι η εργασία μόνο στο βαθμό που παράγει το αντίθετο της».
Η άποψη αυτή αναπτύσσεται εκτεταμένα στο «Κεφάλαιο», όπου η παραγωγική εργασία καθορίζεται βέβαια όχι μόνο αφηρημένα, όχι στη γενίκευση της σαν διαδικασία, αλλά σαν συγκεκριμένη και ορισμένη διαδικασία στα πλαίσια του καπιταλισμού.
«Η έννοια λοιπόν του παραγωγικού εργάτη -γράφει ο Μαρξ - καθόλου δεν περικλείνει μονάχα μια σχέση ανάμεσα στη δράση και στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, ανάμεσα στον εργάτη και στο προϊόν εργασίας, αλλά περικλείνει και μια σχέση παραγωγής ειδικά κοινωνική, που έχει γεννηθεί ιστορικά και βάζει στον εργάτη τη σφραγίδα του άμεσου μέσου αξιοποίησης του κεφαλαίου».,11
Και ας έρθουμε στις διαστρεβλώσεις και τις συγχίσεις, που ξεκινούν από το ζήτημα της παραγωγικής και της μη παραγωγικής εργασίας. Ο αναθεωρητισμός, ταυτίζοντας την εργατική τάξη με όλους τους παραγωγικά εργαζόμενους, όπως τους ορίζει ο Μαρξ, περιλαμβάνει στα πλαίσια της εργατικής τάξης μια σειρά από ομάδες, κυρίως διανοούμενων και μικροαστικών στρωμάτων, ξεκινώντας από τη θεωρητική θέση, ότι σήμερα η επιστήμη είναι άμεσα παραγωγική δύναμη, ενώ η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία αμβλύνεται. Ετσι, η ίδια η αντίληψη του Μαρξ για τις τάξεις, τα χαρακτηριστικά του λενινιστικού ορισμού καιν ειδικά το τρίτο, που αναφέρεται στο ρόλο των τάξεων στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, πάνε περίπατο. Γιατί κατά τον Μαρξ, παραγωγικά εργαζόμενος είναι και ο μάνατζερ της παραγωγής, αφού με την εργασία του επιτρέπει στο κεφάλαιο να.αυτοαξιοποιείται. Η συγκεκριμένη όμως ιδιότητα του παραγωγικά εργαζόμενου δεν τον εντάσσει στα πλαίσια της εργατικής τάξης, αλλά απέναντι της, στη στρατιά των αξιωματικών του κεφαλαίου.
Η αναφορά στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία, τόσο από γενική άποψη όσο και συγκεκριμένα, από την άποψη δηλαδή της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου, δεν αρκεί για να καθοριστούν τα όρια της εργατικής τάξης. Οσο και αν η γνώση της ουσίας και του περιεχομένου της εργασίας πλησιάζει την αλήθεια, η αναγόρευση εντούτοις της παραγωγικής ή μη εργασίας σε κριτήριο του ταξικού διαχωρισμού οδηγεί στη μονομέρεια και το λάθος. Αυτό ακριβώς αποφεύγει ο Λένιν στον ορισμό των τάξεων, όταν στη θεώρηση του στέκεται μόνο στα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ταξικής συγκρότησης και αντίθεσης.
Ας το ξανατονίσουμε λοιπόν: Οταν ο Μαρξ αναλύει συγκεκριμένα τις έννοιες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, δεν έχει σαν στόχο να ορίσει τα όρια των τάξεων, αλλά να αποκαλύψει το περιεχόμενο αυτών των εννοιών στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που δεν έχει να κάνει με την παραγωγή ή όχι υλικών αξιών, αλλά με την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ετσι, στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και από την άποψη της αξιοποίησης του κεφαλαίου, που χαρακτηρίζει αυτόν τον τρόπο παραγωγής, παραγωγικοί είναι εργαζόμενοι, που δεν εργάζονται σε σφαίρες παραγωγής υλικών αξιών (αλλά που με την εργασία τους αξιοποιούν το κεφαλαίο, που τους μισθώνει) και μη παραγωγικοί είναι εργαζόμενα, που παράγουν υλικές αξίες, αλλά έξω από τη σφαίρα αξιοποίησης του κεφαλαίου. Την αντίληψη αυτή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος τη βλέπουμε να παρουσιάζεται ανάγλυφα στη διαχείριση των λεγόμενων κοινωφελών υπηρεσιών του αστικού κράτους, οι οποίες - παρά την τεράστια κοινωνική ωφελιμότητα τους - είναι για το κεφάλαιο αντιπαραγωγικές. Ετσι, σε συνθήκες κρίσης, όπου αντιμετωπίζονται δυσκολίες στην αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, η αστική τάξη προσπαθεί να συρρικνώσει στο ελάχιστο αυτές τις υπηρεσίες, που σε κάποια άλλη φάση είχε εξαναγκαστεί να δημιουργήσει, στα πλαίσια του αστικού «κράτους πρόνοιας».
9. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Α, σελ. 523.
10. Κ. Μαρξ: ΘΓυπόπ83β άβΓ ΚπϋΚ άβτ ροΐίίίδοίιβη οκοηοπνβ, Τόμος Β, σελ. 225.
11. Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, Τόμος Α, σελ. 524.
Να πως περιγράφει ο Μαρξ τα φαινόμενα της παραγωγικής και της μη παραγωγικής εργασίας στον καπιταλισμό, δίνοντας άφθονα παραδείγματα, ώστε να μην κινδυνεύει να παρεξηγηθεί η άποψη του:
«Εδώ κατηγορηματικότατα παραγωγικός εργάτης είναι εκείνος, που αναπαράγει για τον κεφαλαιοκράτη όχι μόνο όλη την αξία των μέσων συντήρησης που περιέχοντα στο μισθό, αλλά που του την αναπαράγει μαζί με ένα κέρδος.
Μόνο η εργασία που παράγει κεφάλαιο είναι παραγωγική εργασία. [...] Σ'αυτούς τους παραγωγικούς εργάτες ανήκουν φυσικά όλοι, όσοι συνεργάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην παραγωγή του εμπορεύματος, από τον καθεαυτό χειρώνακτα εργάτη ως τον μάνατζερ και τον μηχανικό (που διαφέρει από τον κεφαλαιοκράτη)».* (Η υπογράμμιση δική μας).
«Ενας ηθοποιός, λ.χ. ακόμα και ένας παλιάτσος, είναι επομένως ένας παραγωγικός εργάτης, όταν δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή (του επιχειρηματία), στον οποίο επιστρέφει περισσότερη εργασία, από εκείνη που παίρνει απ' αυτόν με τη μορφή του μισθού, ενώ ένας μπαλωματής ράφτης, που πάει στο σπίτι του καταταλιοτή, για να του μπαλώσει τα παντελόνια του τού δημιουργεί μόνο μια αξία χρήσης, είναι ένας μη παραγωγικός εργάτης. Η εργασία του πρώτου ανταλάσσεται με κεφάλαιο, ενώ η εργασία του δεύτερου με εισόδημα. Η πρώτη δημιουργεί μια υπεραξία, με τη δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα».*
«Ενας συγγραφέας είναι παραγωγικός εργάτης, όχι γιατί παράγει ιδέες, αλλά γιατί πλουτίζει τον βιβλιοπώλη, που εκδίδει τα συγγράμματα του ή γιατί είναι ο μισθωτός εργάτης ενός καπιταλιστή.
Η αξία χρήσης του εμπορεύματος, στο οποίο ενσαρκώνεται η εργασία ενός παραγωγικού εργάτη, μπορεί να είναι του πιο τιποτένιου είδους. Αυτό το υλικό χαρακτηριστικό της εργασίας δεν συνδέεται καθόλου με αυτή την ιδιότητα του, που μάλλον εκφράζει μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση παραγωγής».*
«Η υλική ιδιότητα της εργασίας, επομένως και του προϊόντος της, αυτή καθεαυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη διάκριση αυτή ανάμεσα στην παραγωγική κα μη παραγωγική εργασία. Λογουχάρη, οι μάγειροι και τα γκαρσόνια ενός εστιατορίου είναι παραγωγικοί εργάτες, εφόσον η εργασία τους μετατρέπεται σε κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Τα ίδια πρόσωπα είναι μη παραγωγικοί εργάτες, όταν είναι υπηρέτες σ' ένα σπίτι, εφόσον δεν δημιουργώ κεφάλαιο από την υπηρεσία τους, αλλά ξοδεύω εισόδημα. Πράγματι, τα ίδια επίσης πρόσωπα είναι για μένα, τον καταναλωτή, μη παραγωγικοί εργάτες στο εστιατόριο».*
Ας μας συγχωρήσει ο αναγνώστης για τα εκτεταμένα αποσπάσματα, όμως τα θεωρήσαμε απαραίτητα, γιατί - πέρα από τις διαστρεβλώσεις των διάφορων αναθεωρητών - υπάρχει μια ευρύτατα διαδεδομένη σύγχιση σχετικά με την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, που τη συσχετίζει όχι με την αξιοποίηση του κεφαλαίου, αλλά με την παραγωγή αξιών χρήσης (υλικών αξιών). Ετσι, με βάση αυτή τη (σκόπιμη ή όχι αδιάφορο) σύγχιση, άλλοι φτάνουν στον παραλογισμό να εντάσσουν στην εργατική τάξη τους μάνατζερ και τα τεχνικά στελέχη της παραγωγής, που ασκούν διευθυντική εργασία, αλλά είναι μισθωτοί, και άλλοι να αποκλείουν από την εργατική τάξη μεγάλα τμήματα της, που από την άποψη της αξιοποίησης του κεφαλαίου είναι μη παραγωγικοί εργάτες, όπως π.χ. οι εργάτες καθαριότητας των δήμων ή οι οικοδόμοι που είναι κρατικοί υπάλληλοι και χτίζουν ένα σχολείο.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη και η ανάπτυξη του αστικού κράτους δημιούργησε τέτια τμήματα του προλεταριάτου, που με οποιαδήποτε αναφορά στην παραγωγική ή μη εργασία είναι αδύνατο να τοποθετηθούν σωστά. Ενας τέτιος τομέας είναι αυτός των λεγόμενων «υπηρεσιών» (υγεία, καθαριότητα κλπ.), όπου όταν απουσιάζει το κεφάλαιο (με την έννοια της άμεσης επένδυσης του με σκοπό την αποκόμιση υπεραξίας) αποτελούν υπηρεσίες του κράτους, ενώ οι εργαζόμενοι σ' αυτούς είναι βέβαια τμήμα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τη φύση της εργασίας τους, που είναι μη παραγωγική από την άποψη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Είναι φανερό πως αυτά τα τμήματα των εργαζόμενων, σύμφωνα με όλα τα κριτήρια του λενινιστικού ορισμού, αποτελούν τμήμα του προλεταριάτου, ενώ η προσπάθεια της ταξινόμησης τους δεν συναντά απλά αξεπέραστες δυσκολίες, αν υιοθετήσουμε το κριτήριο της φύσης της εργασίας τους, αλλά οδηγεί σε παραλογισμούς, όπως δείξαμε αμέσως παραπάνω.
Η έννοια της τάξης λοιπόν καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, ανεξάρτητα από τη μορφή της συγκεκριμένης εργασίας που εκτελούν τα διάφορα τμήματα της. Η παραγωγή υπεραξίας ή η παραγωγική και μη παραγωγική εργασία δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια ταξινόμησης για το σύνολο της τάξης.
ΜΑΛΕΠ τεύχος 7 Μάης 1993