Σε πολλές Λαϊκές Δημοκρατίες και σε όλα σχεδόν τα κομμουνιστικά και συνεπή εργατικά κόμματα, κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πολλά ηγετικά στελέχη έφευγαν από τη μέση, και άρχιζε να εφαρμόζεται (χοντρικά από το 1956) μια ρεβιζιονιστική γενική γραμμή, η οποία έσβησε τα όρια μεταξύ σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής πολιτικής, και μείωσε έκτοτε την απήχηση του κομμουνισμού σε πλανητικό επίπεδο και κυρίως στις «ανεπτυγμένες» χώρες, συκοφαντώντας τον.
Όσοι δεν πέθαναν την περίοδο αυτή (Στάλιν-ΕΣΣΔ, Γκότβαλντ- Τσεχοσλοβακία, Μπιέρουτ-Πολωνία), καθαιρέθηκαν τουλάχιστον αδιαφανώς, αν όχι και με αντικαταστατικό τρόπο (Ζαχαριάδης-Έλλάδα, Ράκοσι-Ουγγαρία, Πάουκερ-Ρουμανία) με την ενεργό συμμετοχή αξιωματούχων της ΕΣΣΔ (η οποία, καθιστάμενη έτσι ως μια ακόμα, επεμβατική, Μεγάλη Δύναμη, έχανε εκείνη την περίοδο την επαναστατική της ψυχή), και με αντιφατικές κατηγορίες περί αριστερίστικων αλλά ταυτόχρονα και δεξιών πολιτικών που δήθεν άσκησαν οι καθαιρεμένοι. Το ίδιο συνέβη και στο Ρουμανικό Εργατικό Κόμμα (ΡΕΚ), το οποίο, μετά από μια επιδέξια πολιτική κοινωνικών (με Αγροτικά, Μικροαστικά αλλά και Μειονοτικά Κόμματα) και πολιτικών συμμαχιών (με κυριότερη τη συνένωση του ΚΚ Ρουμανίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, έπειτα από το συνέδριο του ΣΚ που την αποφάσισε με ψήφους 232 έναντι 29, στις 10 Μάρτη 1946), κατάφερε να αποσπάσει μέσω του Εθνικού Δημοκρατικού Μετώπου το εκπληκτικό 79,86% των ψήφων στις εκλογές της 19ης Νοέμβρη του 1946 και να ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ρουμανίας.
Η ηγεσία του ΡΕΚ ήταν πολυπρόσωπη (Άνα Πάουκερ, Βασίλε Λούκα, Τεοχάρι Γκεοργκέσκου και Γκεόργκι Γκεορκίου-Ντεζ). Και όπως σε κάθε Κομμουνιστικό ή Εργατικό Κόμμα, συγκρούονταν δύο γραμμές που αντανακλώνταν και σε επίπεδο προσώπων. Ο Ντεζ, ήταν εκπρόσωπος της αντεπαναστατικής γραμμής, όχι μόνο σε επίπεδο Ρουμανίας, αλλά και στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα: αυτός ήταν που έκανε (προφανώς αντικαταστατικά) την εισήγηση σε Ολομέλεια…άλλου κόμματος (του ΚΚ Ελλάδας), προκειμένου να καθαιρέσει την επαναστατική του ηγεσία και να διαλύσει (και οργανωτικά) το κόμμα αυτό. Το άρθρο αυτό μελετά τη βασιμότητα και αποδεικνύει με πληθώρα πρωτογενών πηγών την αβασιμότητα των κατηγοριών που εξαπέλυσε ο Ντεζ έναντι των υπολοίπων τριών ηγετών του ΡΕΚ που καθαιρέθηκαν το 1952.
Ο συγγραφέας του άρθρου προβαίνει σε πολλά λάθη. Πρώτα από όλα, χαρακτηρίζει, προφανώς από άγνοια, δεξιά παρέκκλιση τη συνεπή μαρξιστική-λενινιστική πολιτική ενότητας της εργατιάς με την αγροτιά. Δεξιά παρέκκλιση, όμως σημαίνει απάρνηση βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Για παράδειγμα, δεν είναι δεξιά παρέκκλιση η θέση για βαθμιαία κολεκτιβοποίηση (στο βαθμό που η γεωργία εκμηχανίζεται), αλλά είναι δεξιά παρέκκλιση η θέση για μη κολεκτιβοποίηση (η οποία συνεπάγεται διαιώνιση της εμπορευματικής παραγωγής, λόγω του κατατεμαχισμού των παραγωγικών μονάδων, που δημιουργεί μονοπώλια, και διατήρηση της τεχνολογικής υπανάπτυξης της γεωργίας γενικά). Από εδώ προκύπτει και το δεύτερο λάθος του συγγραφέα: η ταύτιση της πολιτικής της ενότητας εργατιάς και αγροτιάς με το Μπουχάριν. Όμως η θέση του Μπουχάριν ήταν ακριβώς η ενίσχυση των πλουσιότερων χωρικών (κουλάκων) και πέραν του σταδίου της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, δηλαδή και στο στάδιο του σοσιαλισμού: μια θέση, δηλαδή, που διασπούσε την ενότητα εργατιάς και αγροτιάς, τόσο εκ μέρους των φτωχών αγροτών, καθώς αυτοί θα συνέχιζαν να απασχολούνται (με ολοένα δυσμενέστερους όρους εργασίας) στις εκτάσεις των κουλάκων, όσο και εκ μέρους των εργατών των πόλεων, οι οποίοι θα έβλεπαν να σχηματίζονται μονοπώλια και μονοπωλιακές τιμές για τα αγροτικά προϊόντα τις οποίες όριζαν οι κουλάκοι. Επίσης, ο συγγραφέας, μολονότι αναπαράγει, δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό ότι οι σοβιετικοί σύμβουλοι επέβαλαν κάποια πράγματα στους ρουμάνους. Δεν αποκλείεται άσκηση πίεσης εκ μέρους σοβιετικών σε άλλες χώρες για την αντιγραφή του μοντέλου που ίσχυσε στην ΕΣΣΔ, πίεση που θα ήταν λανθασμένη, καθώς κάθε χώρα έχει διαφορετικές συνθήκες σε άλλες εποχές, και κάτι τέτοιο θα ήταν δογματισμός και γραφειοκρατική μέθοδος, όχι μαρξισμός-λενινισμός. Ωστόσο, ακόμα και αν μπορεί να υπάρξει απόδειξη της άσκησης μιας τέτοιας πίεσης, για να βγει κάποιο χρήσιμο ιστορικό συμπέρασμα χρειάζεται και η απόδειξη ότι υπήρχε τέτοια άποψη ως γενική γραμμή, απόφαση, δηλαδή, του κυβερνώντος κόμματος της ΕΣΣΔ, πράγμα που ούτε αυτό υπάρχει στο άρθρο. Ο συγγραφέας αναπαράγει αλλά δεν αποδεικνύει ούτε τον ισχυρισμό ότι ο Ντεζ απέσπασε τη συγκατάθεση (ή ακόμα και τη ρητή εντολή) του Στάλιν για την ανατροπή των Πάουκερ- Λούκα- Γκεοργκέσκου. Όχι ότι ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο: άλλωστε, οι ρεβιζιονιστές, ζώντος του Στάλιν, είχαν πετύχει το 1951 την ανατροπή της μαρξιστικής-λενινιστικής ηγεσίας του ΚΚ Γεωργίας, εντός δηλαδή της επικράτειας της ΕΣΣΔ.
Ο συγγραφέας προβαίνει, τέλος, και σε άλλα φραστικά λάθη, απότοκα του αστικού πολιτικού περιβάλλοντος εντός του οποίου γράφει (π.χ. «κομμουνιστικό καθεστώς», «δορυφόροι της ΕΣΣΔ»). Ωστόσο, αντί να τα λογοκρίνω, προτίμησα να γράψω δίπλα από τους χαρακτηρισμούς αυτούς είτε τη σωστή διατύπωση είτε, απλώς, να αναδείξω την αντίφαση στην ορολογία που συχνά χρησιμοποιεί.
Η «Δεξιά Παρέκκλιση» της Άνα Πάουκερ
του Robert Levy,
Τμήμα Κεντροανατολικής Ευρωπαϊκής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, ΗΠΑ. ΔημοσιευμένοστοπεριοδικόCommunist & Post-Communist Studies, Vol. 28, No. 2, σ.σ.239-254, 1995.
Από όλες τις καθαιρέσεις που έλαβαν χώρα στις νεοϊδρυθείσες Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ίσως καμμία άλλη να μην παραμένει τόσο αδιευκρίνιστη όσο εκείνη της Άνα Πάουκερ, Υπουργού Εξωτερικών και «Σιδηράς Κυρίας» της Ρουμανίας. Η Πάουκερ, ο Υπουργός Οικονομικών Βασίλε Λούκα, και ο Υπουργός Εσωτερικών Τεοχάρι Γκεοργκέσκου απομακρύνθηκαν από τα κυβερνητικά τους πόστα και αποβλήθηκαν από το Πολιτικό Γραφείο και τη Γραμματεία του Ρουμανικού Εργατικού Κόμματος (ΡΕΚ) το 1952, στα πλαίσια μιας εκστρατείας ενάντια στη «Δεξιά Παρέκκλιση» στους κόλπους του κόμματος. Ενώ η κατηγορία επικεντρωνόταν σε οικονομικά ζητήματα και επομένως στο Υπουργείο Οικονομικών του Λούκα, στην Πάουκερ συγκεκριμένα απέδιδε τη διάπραξη μιας σειράς «δεξιών παρεκκλίσεων» στον αγροτικό τομέα: την παραμέληση ίδρυσης νέων συλλογικών αγροκτημάτων, την καθυστέρηση δημιουργίας αγροτικών καλλιεργητικών συνεταιρισμών, την αδειοδότηση εισόδου κουλάκων στα συλλογικά αγροκτήματα και τους συνεταιρισμούς, και την επίδειξη «έλλειψης ενδιαφέροντος» για τα Κρατικά Αγροκτήματα. Επιπροσθέτως, κατηγορούταν για «αριστερίστικες παρεκκλίσεις» καθώς, σύμφωνα με τις κατηγορίες, ανεχόταν «παραβιάσεις στον εθελοντικό χαρακτήρα της προσχώρησης εργαζόμενων αγροτών στα συλλογικά αγροκτήματα»[1]
. H αντιφατική φύση των κατηγοριών, ότι η Πάουκερ ανάγκαζε ανθρώπους να μπουν στα πολλά συλλογικά αγροκτήματα τα οποία παραμελούσε να δημιουργήσει, έδωσαν επιχειρήματα για την ορθότητα μιας θεωρίας ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν κατά βάση αυθαίρετοι ισχυρισμοί που έκρυβαν έναν αγώνα για εξουσία μεταξύ Πάουκερ και του Γενικού Γραμματέα Γκεόργκε Γκεοργκίου-Ντεζ (Shafir, 1985, σ.σ.45-46, Tismaneanu, 1989, σ. 362). [σ.μετ.: δεν προκύπτει ότι και η Πάουκερ συμμετείχε σε αυτό τον «αγώνα για εξουσία», το παραδέχεται κι ο ίδιος ο συγγραφέας του άρθρου στο τέλος]. Εξάλλου, ο Ντεζ πλήρως αντέστρεψε τις κατηγορίες ενάντια στην Πάουκερ μετά το 1956, στην οποία απέδιδε «αριστερίστικες παρεκκλίσεις» που περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, την ενθάρρυνση μιας εκστρατείας κολλεκτιβοποίησης με υπερβάλλοντα ζήλο και τη διαταγή για σύλληψη δεκάδων χιλιάδων αθώων αγροτών- μια εκδοχή πιο εύκολα αποδεκτή από διάφορους ιστορικούς (King, 1980, σ.92), ίσως επειδή ταίριαζε περισσότερο με τις φήμες για εξτρεμισμό της Άνα Πάουκερ. Όμως τα προσφάτως ανοιγμένα αρχεία στη Ρουμανία συνηγορούν στο ότι η αρχική κατηγορία το 1952 για «δεξιά παρέκκλιση», αν και προφανώς υπερβολική και εξαπολυόμενη για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων, παρ’ όλα αυτά, επακριβώς αντανακλούσε τις θέσεις της για την κολεκτιβοποίηση και άλλα αγροτικά ζητήματα, ενώ η παράλληλη κατηγορία για «αριστερίστικη παρέκκλιση», που είναι «καθιερωμένη» πια στην ιστοριογραφία για την Πάουκερ επί σχεδόν 4 δεκαετίες, αναμφίβολα ήταν αβάσιμη. Η εξέταση των νέων στοιχείων, καθώς και η ανάλυση των πράξεων και της άποψης της Πάουκερ έναντι της κολεκτιβοποίησης γενικά, είναι το αντικείμενο αυτού του άρθρου.
Το ΡΕΚ [σ.σ. λάθος- η πολυκομματική κυβέρνηση του Εθνικού Δημοκρατικού Μετώπου, ΡΕΚ δεν υπήρχε τότε] ξεκίνησε μια ευρεία αγροτική μεταρρύθμιση στις 23 Μάρτη 1945, κατάσχοντας τη γη όλων των συνεργατών των Ναζί, των «εγκληματιών πολέμου» [σ.σ. δεν εξηγεί γιατί το βάζει εντός εισαγωγικών], και των μεγαλοκτηματιών, και διανέμοντας πάνω από 1 εκ. εκτάρια σε πάνω από 1 εκ. μικρών και μικρομεσαίων αγροτών (Ionescu, 1964, σ.σ. 110-111 και Μontias, 1967, σ.σ.89)[σ.σ. ακριβέστερα, 1.100.000 εκτάρια, σε 900.000 αγρότες]. Αυτή η κίνηση αντανακλούσε την κατάσταση σε όλο το σοβιετικό μπλοκ [σ.σ. λάθος: τόσο γιατί ο όρος είναι αδόκιμος, όσο και γιατί δεν είχε γίνει τόσο νωρίς αγροτική μεταρρύθμιση- ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει παντού], όπου ως το τέλος του 1948 δεν είχε γίνει καμία εθνικοποίηση ή κολεκτιβοποίηση γης πουθενά εκτός από τη Γιουγκοσλαβία . Όπως ο Ulam (1973, σ. 669) σημειώνει, οι κομμουνιστές ηγέτες στις νεοϊδρυθείσες λαϊκές δημοκρατίες «ήλπιζαν να καθυστερήσουν [την κολεκτιβοποίηση] όσο πιο πολύ γινόταν. Ακόμα και οι πιο φανατικοί στους κόλπους τους είχαν δει πόσο βασανιστική ήταν η βίαιη κολεκτιβοποίηση για τη Ρωσία. [σ.σ. δεν ήταν ούτε αποκλειστικά βίαιη-το αντίθετο- ούτε έπρεπε σώνει και καλά ο ρυθμός και ο βαθμός κολεκτιβοποίησης της γης να είναι ο ίδιος με αυτόν της ΕΣΣΔ]. Ήλπιζαν, αφότου παγιώσουν την κατοχή της πολιτικής εξουσίας, να προχωρήσουν προσεκτικά και βαθμιαία στην ανάπτυξη αγροτικών κοοπερατίβων και να αποφύγουν τις ακρότητες που έλαβαν χώρα στη Σοβιετική Ένωση μεταξύ 1929 και 1934». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την Άνα Πάουκερ, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της σοβιετικής κολεκτιβοποίησης το 1930 όταν και φοιτούσε στη Σχολή Λένιν της Κομιντέρν και συμμετείχε σε μια Εξεταστική Επιτροπή για κακομεταχειρίσεις πολιτών κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης στην πρώην Δημοκρατία του Βόλγα
Μιλώντας σε έναν αξιωματούχο της Σοβιετικής Πρεσβείας το Νοέμβρη του 1946, η Πάουκερ δήλωνε τα εξής: «Με ρωτάτε αν υπάρξουν κολχόζ. Η απάντησή μας είναι ότι η κυβέρνηση έδωσε γη, και εξέδωσε έγγραφα απόδοσης δικαιωμάτων στη χρήση της γης, και δεν θα αναγείρει θέμα δημιουργίας κολχόζ. Οι αγρότες δεν θα ανταποκριθούν. Είναι το ίδιο όπως με τη Ρωσία: στην αρχή, πρώτα δόθηκε γη, και έπειτα οι αγρότες οργανώθηκαν οι ίδιοι σε κολχόζ. Δεν έχουμε κανένα πειστικό επιχείρημα για την άρση των επιφυλάξεων των αγροτών» (Volokitina et al. 1993, σ.174).
Η θέση αυτή της Πάουκερ, που υπάρχει σε ένα έγγραφο που βρέθηκε στα αρχεία του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, επαληθεύεται από τον Iosif Breban, έναν υψηλό κομματικό αξιωματούχο που συνεργαζόταν στενά με την Πάουκερ για τα αγροτικά ζητήματα. Σύμφωνα με το Μπρεμπάν, η Πάουκερ σταθερά αντιτιθόταν στην κολεκτιβοποίηση για όσο διάστημα η χώρα δεν ήταν επαρκώς εκμηχανισμένη, κάτι που, σύμφωνα με όσα ο Υπουργός Γεωργίας Βασίλε Βάιντα επιβεβαίωνε το 1950, θα αργούσε να συμβεί: «Βλέπουμε όταν δημιουργούνται συλλογικά αγροκτήματα», ανέφερε ο Βάιντα, «ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων περίπου το 50-60% των αγροτικών οικογενειών προσέρχονται με περίπου 30 κάρα, ένα άλογο και 2 αγελάδες. Είμαστε σε πολύ δύσκολη κατάσταση με την εκμηχάνιση»
. Γι’ αυτό, έλεγε ο Μπρεμπάν, η Πάουκερ έβλεπε την κολεκτιβοποίηση ως μια αρκετά βαθμιαία διαδικασία που θα έπαιρνε δεκαετίες, αντί για χρόνια, για να ολοκληρωθεί (Μπρεμπάν, 1994).
Η κατάσταση στη Ρουμανία, ωστόσο, έγινε πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι ένας λιμός μεγάλης έκτασης έπληξε το 1946 και 1947 τη χώρα που, όπως και η ημερήσια εφημερίδα του ΡΕΚ Scînteia αναγνώριζε
, οδήγησε σε φαινόμενα πείνας σε μερικές περιοχές της χώρας. [σ.σ. δεν μπόρεσα να επαληθεύσω για το 1947 ούτε το συμβάν ούτε την έκτασή του. Αντίθετα, μου φαίνεται πιο λογικό να αναγράφονται συχνά ή και να μεγαλοποιούνται τέτοια φαινόμενα σε εφημερίδα που θέλει να δημιουργήσει κίνημα ενάντια στους προνομιούχους που ακόμα παρέμεναν, καθώς, η ψαλίδα στην κατοχή γης δεν είχε κλείσει την περίοδο εκείνη. Για το 1946 υπήρξε το καλοκαίρι τεράστια ξηρασία, και αργότερα πλημμύρες, με τη συγκομιδή να πιάνει μόλις το 70% για το σιτάρι και το 28% για το καλαμπόκι. Αλλά έπαιξε ρόλο και ο ανθρώπινος παράγοντας: μόνο το 60% της γης, βάσει επίσημων στοιχείων, σπάρθηκε. Προφανώς συνειδητά, από μεγαλοϊδιοκτήτες γης]. Το μέγεθος της κρίσης προφανώς οδήγησε μερικά κομματικά στελέχη να προκρίνουν την κολεκτιβοποίηση ως λύση (Felix, 1991), προκαλώντας, όπως ισχυρίζεται η προσωπική γραμματέας της Πάουκερ, Άνα Τόμα, μια σοβαρή σύγκρουση μεταξύ της Πάουκερ και του Ντεζ το 1947
. «Η Άνα δεν συζήτησε επί μακρόν το θέμα μαζί μου, αλλά ανέφερε ότι δεν ήταν σωστό να το κάνουμε όπως η ανώτατη ηγεσία ήθελε. Και κατά την άποψή της, οι αγρότες δεν θα ήταν υπέρ μιας τέτοιας κολεκτιβοποίησης…Είπε ότι αν θέλουμε ψωμί, πρέπει να αφήσουμε τους αγρότες μόνους να δουλέψουν τα αγροτεμάχιά τους» (Τόμα, 1990). Δυστυχώς, κανένα έγγραφο δεν υπάρχει στα ως τώρα διαθέσιμα αρχεία [6] για τη θέση του Ντεζ εκείνης της περιόδου, αλλά μια ένδειξη μπορεί να βρεθεί στις παρατηρήσεις που έκανε στο Υπουργικό Συμβούλιο τον Αύγουστο του 1948. Επιχειρηματολογώντας υπέρ της κολεκτιβοποίησης, ο Ντεζ υπενθύμισε στο Συμβούλιο ότι « το κράτος εκπροσωπείται πολύ φτωχά, είναι σχεδόν ανύπαρκτο, στον αγροτικό τομέα. Έτσι οι ιδιοκτήτες γης ασκούν όποια πολιτική τούς βολεύει: «Θες να αγοράσεις; Θα σου πουλήσω μόνο αν με πληρώσεις τόσα». Πώς ορίζετε τιμές για τα αυγά ή το γάλα όταν η κότα δεν βγάζει αυγά και η αγελάδα δεν δίνει πλέον γάλα; Η ρύθμιση είναι πρακτικά ανέφικτη με τέτοια εκτεταμένη διανομή ατομικής ιδιοκτησίας γης. Σας εκλιπαρώ να προσπαθήσετε να ρυθμίσετε αυτή την ατομική οικονομία που είναι τόσο εκτεταμένη!» [7]
Έτσι, ο Ντεζ, θεωρώντας την κολεκτιβοποίηση ως το μόνο μέσο του κράτους για τον έλεγχο της γεωργίας, ίσως πράγματι να την προωθούσε προκριμένου να βοηθήσει στην εξασφάλιση τροφίμων κατά το λιμό του 1946-47, και πράττοντας έτσι, ερχόταν σε σύγκρουση με την Άνα Πάουκερ- ωθώντας, όπως η Άνα Τόμα ισχυρίζεται, την Πάουκερ στο να «περιοριστεί» στα καθήκοντα της Υπουργού Εξωτερικών το Νοέμβρη του 1947. «Περιθωριοποιήθηκε…Δεν μιλήσαμε επ’ αυτού, αλλά ήμουν η γραμματέας της και μπορούσα να δω ότι δεν προσκαλούταν σε κάποιες συνεδριάσεις, και ότι κάποια ντοκουμέντα δεν της διανέμονταν πλέον» (Τόμα, 1990).
Κάθε σύγκρουση για το θέμα της κολεκτιβοποίησης, ωστόσο, έγινε ακαδημαϊκής φύσης όταν η Σοβιετική Ένωση επέβαλε την ευρεία εφαρμογή της σε όλο το συνασπισμό το 1948 [σ.σ. ο ισχυρισμός περί «επιβολής» σε όλο το άρθρο παραμένει ατεκμηρίωτος. Επίσης, η διαμάχη αφορούσε το ρυθμό, όχι το αν θα γίνει κολεκτιβοποίηση]. Η κολεκτιβοποίηση τυπικά εγκαινιάστηκε στη Ρουμανία σε μια ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ στις 3-5 Μάρτη 1949, όπου γινόταν μνεία στην αρχή της «εθελοντικής συγκατάθεσης» και αναγνωριζόταν η ανάγκη για πρακτικά μέτρα για την προσέλκυση των αγροτών σε βαθμιαία βάση[σ.σ. άρα, δεν πέρασε αυτό που τάχα ήθελε και… «επέβαλε» η ΕΣΣΔ]. Έτσι, η Ολομέλεια επέτρεψε οι απλοί καλλιεργητικοί συνεταιρισμοί (întovărăşiri) να προσφέρονται ως ένα προκαταρκτικό βήμα για τη μάζα των φτωχών και μεσαίων αγροτών που δεν επιθυμούσε να ενταχθεί σε συλλογικά αγροκτήματα, και καλούσε στη δημιουργία ενός περιορισμένου αριθμού κολεκτίβων (παρόμοιων με τα σοβιετικά κολχόζ), που θα χρησίμευαν ως μοντέλα από τα οποία το κόμμα θα μπορούσε να εξηγήσει (muncă de lămurire) τα πλεονεκτήματα της συλλογικής καλλιέργειας. [8] Για την εξασφάλιση της επιτυχίας τους, οι νέες κολεκτίβες απολάμβαναν φοροαπαλλαγών και μια 20% μείωση στις ποσότητες υποχρεωτικής παράδοσης για τα 2 πρώτα χρόνια ύπαρξής τους (Surpat, 1980, σ. 89). Συντάχθηκε επίσης ένα υπόδειγμα Καταστατικού των συλλογικών αγροκτημάτων που όριζε ότι κάθε κολεκτίβα θα έπρεπε να περιλαμβάνει τουλάχιστον 100 εκτάρια, καθώς από αυτή την έκταση και πάνω θα μπορούσαν να υπάρξουν οφέλη από την εκμηχάνιση και να καταστούν βιώσιμα [9]. Ιδρύθηκε επίσης μια Αγροτική Επιτροπή με μόνο καθήκον την οργάνωση και την επίβλεψη αυτών των υποδειγμάτων κολεκτίβων [10], επικεφαλής της οποίας τέθηκε η Άνα Πάουκερ.
Μελετώντας κανείς τα αντίγραφα πρακτικών από τις συνεδριάσεις της Αγροτικής Επιτροπής, κάποιος [σ.σ. κακοπροαίρετος] θα μπορούσε να εκπλαγεί τόσο από την ενεργό συμμετοχή του σοβιετικού συμβούλου Βερετένικοφ [σ.σ. θα έπρεπε, προφανώς, η πρωτοφανής στην ιστορία της ανθρωπότητας εμπειρία να μην αξιοποιηθεί] και από την επιφυλακτική στάση της Άνα Πάουκερ στη δημιουργία νέων συλλογικών αγροκτημάτων [11]. Σε μια συνεδρίαση της 1ης Σεπτέμβρη 1949, από τις 12 προτάσεις έναρξης κολεκτίβων την ερχόμενη Κυριακή, η Πάουκερ ενέκρινε μόλις 4 [σ.σ. φαίνεται δεν «επέβαλε» τίποτα ο «Ρώσος»]. για τις άλλες 8, ανέβαλε τις ενάρξεις μέχρι να υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τις μισές, ενώ απέρριψε διαμιάς τις υπόλοιπες. Επίσης, ρητά έδωσε εντολή στην επιτροπή να μη δίνει υποσχέσεις για να προσελκύει αγρότες στις κολεκτίβες, και διακήρυξε ότι η συνένωση της γης των κολεκτίβων, η οποία απαιτούσε την απαλλοτρίωση ατομικών εκτάσεων που βρίσκονταν εντός των ορίων των υπό δημιουργία κολεκτίβων, «είναι εφικτή μόνο όταν οι άνθρωποι ανταλλάσσουν τη γη τους με δική τους θέληση με γη από όσους μπαίνουν στην κολεκτίβα» [12]. Η Πάουκερ είχε παρόμοια στάση στο Υπουργικό Συμβούλιο της 13ης Σεπτέμβρη 1949, όταν υπήρχε συζήτηση για προτεινόμενες απαλλοτριώσεις σε μερικά χωριά για την οικοδόμηση εργοστασίων βάμβακος: «Απλά και καθαρά δεν πρέπει να υπάρξουν απαλλοτριώσεις από φτωχούς και μεσαίους αγρότες για μερικές χιλιάδες λέι, γιατί αυτοί θα σπαταλήσουν τα λεφτά και μετά δεν θα έχουν τίποτα για να δουλέψουν. Πρέπει να πάρουν άλλη γη ως αντάλλαγμα…Είναι πολύ καλό να έχουμε ένα νέο σιδηρόδρομο, αλλά δεν είναι καθόλου καλό να έχουμε αγροτική δυσαρέσκεια»[13]. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνετής αντίληψης καθώς και της περιορισμένης δικαιοδοσίας της Αγροτικής Επιτροπής, μόνο 56 συλλογικά αγροκτήματα δημιουργήθηκαν το 1949, με σχετικά μικρή αντίσταση εκ μέρους των αγροτών. [14][σ.σ. γενικεύει και δεν αναφέρει τι είδους αγρότες επέδειξαν τι μορφής αντίσταση και για ποιο λόγο-άσχετο, όπως παραδέχεται στην υποσημείωση].
Στις 23-25 Γενάρη 1950, η 5η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ αποφάσισε η Αγροτική Επιτροπή να αντικατασταθεί από ένα Αγροτικό Τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής με διευρυμένες αρμοδιότητες και πόρους[15]. Αυτό δεν ήταν συμπτωματικό, καθώς η κολεκτιβοποιηση επιταχύνθηκε αμέσως μετά την Ολομέλεια: 120 νέες κολεκτίβες εγκαινιάστηκαν το Φλεβάρη και το Μάρτη του 1950[16], και οδηγίες στάλθηκαν στις κομματικές περιφερειακές επιτροπές για να καθορίσουν πού οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές για τη δημιουργία επιπρόσθετων κολεκτίβων μεταξύ Μάη και Ιούλη[17]. Πράγματι, η ίδια η Άνα Πάουκερ αποκάλυψε στην Αγροτική Επιτροπή ήδη από τον Αύγουστο του 1949 ότι «πιθανώς να φτάσουμε τις 1000[κολεκτίβες] την άνοιξη»[18], ξεκάθαρα αναδεικνύοντας ότι οι επιφυλάξεις εκείνης της εποχής είχαν μόνο προσωρινό χαρακτήρα. Ωστόσο, όταν οι περιφερειακές επιτροπές έστειλαν προτάσεις τον Απρίλη του 1950 για τη δημιουργία 900 νέων κολεκτίβων εντός των επόμενων μερικών μηνών, η Αγροτική Επιτροπή, που παρέμενε υπό την ηγεσία της Άνα Πάουκερ, τις απόρριψε όλες εκτός από 245 [19]. Φαίνεται ότι η Άνα Πάουκερ διατηρούσε την ευδιάκριτη φειδωλότητά της παρά τον προφανή σχεδιασμό που ήθελε την ίδια να πράττει διαφορετικά.
Όλα αυτά, ωστόσο, θα άλλαζαν δραματικά το καλοκαίρι του 1950. Όταν οι περιφερειακές κομματικές επιτροπές πρότειναν την ίδρυση 1012 νέων κολεκτίβων κατά τους μήνες Ιούλη και Αύγουστο, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να αποσπάσουν έγκριση αυτή τη φορά: στην πραγματικότητα, το καθήκον για την υλοποίηση αυτών των προτάσεων αποδόθηκε στις ίδιες τις περιφερειακές επιτροπές, με την Αγροτική Επιτροπή επιφορτισμένη μονάχα σε μια χαλαρή επίβλεψη μιας αποκεντρωμένης και σύντομα ανεξέλεγκτης καμπάνιας. Οι περιφερειακές επιτροπές συνέταξαν συγκεκριμένα πλάνα που οι τοπικές οργανώσεις ήταν υποχρεωμένες να εκπληρώσουν ανεξαρτήτως των συνθηκών που επικρατούσαν στις περιοχές τους, και διαγωνισμοί έλαβαν χώρα μεταξύ περιοχών για τη δημιουργία των πιο πολλών συλλογικών αγροκτημάτων. Ως αποτέλεσμα, ενώ περίπτωση καταναγκασμού για το 1949 καταγράφηκε μόλις μια φορά και παρέμενε ένα μεμονωμένο φαινόμενο το πρώτο μισό του 1950, τώρα έλαβε μαζικές διαστάσεις για πρώτη φορά[20]. Η Πολιτοφυλακή και η Σεκιουριτάτε αξιοποιήθηκαν, συχνά μεσούσης της νύχτας, για να εντάξουν ανθρώπους σε νέα συλλογική αγροκτήματα στις επαρχίες (judeţe) Ilfov, Făgăraş, Trei Scaune, Dolj, Arad, Târnava Mică, Vlaşca[21]. Κάποιες φορές [σ.σ. ποιες;] αγρότες συνελήφθησαν για την άρνησή τους να ενταχθούν σε κολεκτίβες [σ.σ. με ποια επίσημη κατηγορία;]: μερικοί [σ.σ. πόσοι;] κλήθηκαν στα Λαϊκά Συμβούλια όπου δάρθηκαν και βασανίστηκαν από την Πολιτοφυλακή τη Σεκιουριτάτε: άλλοι κλήθηκαν στα γραφεία της Πολιτοφυλακής, συνελήφθησαν και τους λεγόταν πως θα αφεθούν ελεύθεροι μόνο όταν θα εντάσσονταν σε ένα συλλογικό αγρόκτημα[22]. Στους αγρότες συχνά δίνονταν ψευδείς υποσχέσεις για την προσέλκυσή τους, και συχνά μερικοί απειλούνταν για μεγαλύτερη ποσόστωση υποχρεωτικής παράδοσης, ή ακόμα και για την αποβολή των παιδιών τους από το σχολείο, την απόλυση ή την έκτιση ποινής καταναγκαστικής εργασίας σε περίπτωση άρνησης ένταξής τους [23]. Στην περιφέρεια Cluj σε μερικούς δόθηκε η επιλογή είτε να πληρώσουν 200.000 λέι πρόστιμο και να εκτίσουν 10ετή φυλάκιση είτε να ενταχθούν σε συλλογικό αγρόκτημα, ενώ στην επαρχία Buzău μεσαίοι αγρότες απειλήθηκαν ότι θα καταταχθούν επισήμως ως κουλάκοι και θα τύχουν αντίστοιχης μεταχείρισης αν δεν ενταχθούν σε κολεκτίβες[24]. Επόμενο ήταν, όπως εκτιμούσε ένα κομματικό ντοκουμέντο, περίπου 30.000 αγροτικές οικογένειες να ενταχθούν υποχρεωτικά σε συλλογικά αγροκτήματα κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1950 [25] [σ.σ. μικρός μεν ο αριθμός, σε σύνολο μιας μεγάλης χώρας σαν τη Ρουμανία, αλλά και πάλι απαράδεκτο, για όσες ακρότητες από όσες αναφέρονται εδώ έγιναν και καταγράφονται σε αρχεία πριν την καθαίρεση του 1952, δηλαδή, πράγματι έγιναν και δεν αποδόθηκαν εκ των υστέρων στην Πάουκερ. Οι φάκελοι από τον 28/1952 και μετά συντάχθηκαν μετά την καθαίρεση].
Επιπροσθέτως, καταναγκασμός ασκήθηκε για τη συνένωση εκτάσεων των νέων κολεκτίβων. Η Σεκιουριτάτε και η πολιτοφυλακή χρησιμοποιήθηκαν στις επαρχίες Ιlfov, Făgăraş, Trei Scaune, Dolj και Arad για την απόσπαση υπογραφών για την ανταλλαγή εκτάσεων[26]: στην επαρχία Vâlcea, 800 οικογένειες μετακινήθηκαν για τη συνένωση γης ενός μόνο συλλογικού αγροκτήματος αποτελούμενου από 60-70 οικογένειες[27]. Κατά κανόνα, η καλύτερη γη πήγαινε στις κολεκτίβες και, σε αντάλλαγμα, οι ατομικοί αγρότες λάμβαναν είτε χαμηλής ποιότητας γη, είτε γη μακριά από τα σπίτια τους, είτε καθόλου γη κατά τη συνένωση μεγάλου αριθμού συλλογικών αγροκτημάτων σε κάθε περιοχή της χώρας[28]. Δεν ήταν παράξενο, επομένως, που οι συνενώσεις γης «προκάλεσαν πραγματική εξέγερση στη Ρουμανική επαρχία» κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1950[29].
Πράγματι, ως αποτέλεσμα της προσφυγής στη χρήση βίας, το ΡΕΚ τώρα δέχτηκε μαζική αντίσταση στην κολεκτιβοποίηση για πρώτη φορά. Αν και αντίσταση στις κολεκτίβες εκδηλώθηκε κατά το 1949 και στο πρώτο μισό του 1950, ήταν απείρως πιο αδύναμη και μόνο σποραδικά βίαιη, και κυρίως περιορισμένη στη διάδοση φημών και διανομή προκηρύξεων που απηύθυναν κάλεσμα στους χωρικούς να μην προσχωρήσουν στις κολεκτίβες[30]. Αλλά το καλοκαίρι του 1950, μια ανοιχτή, αμετρίαστη ανταρσία προέκυψε σε όλη τη Ρουμανία- για παράδειγμα, στο χωριό Bălteni (επαρχία Vaslui), όπου η επιτροπή έφτασε για τη συνένωση γης, δέχτηκε επίθεση από χωρικούς: ή στο Plopşory (επαρχία Gorj), όπου οι οδηγοί τρακτέρ που όργωναν τη γη της κολεκτίβας δέχτηκαν επίθεση από 20-30 αγρότες με γκλομπ [σ.σ. εδώ, όμως, πρόκειται, για κανονική επίθεση, όχι για αντίσταση, και δεν θα έπρεπε να «τσουβαλιαστεί» με τα άλλα περιστατικά]: ή στο Pietroasa (επαρχία Bălceşti), όπου ο πρόεδρος της κομματικής περιφερειακής επιτροπής, ο πρόεδρος της κομματικής οργάνωσης της κολεκτίβας, και πολλοί κολεκτιβιστές αγρότες δέχθηκαν επίθεση από 300 χωρικούς με μαχαίρια και αξίνες: ή στη Μăgurele (επαρχία Ιlfov), όπου ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης δολοφονήθηκε από εξαγριωμένους αγρότες[31]. Επιπροσθέτως, φωτιές από εμπρηστές, κυρίως σε δάση, αλλά όλο και πιο πολύ σε αγροκτήματα και εργοστάσια, έμπαιναν πρακτικά σε κάθε περιοχή της χώρας[32] [σ.σ. εδώ πρόκειται για κανονική επίθεση του ταξικού εχθρού, ανεξαρτήτως, δηλαδή, των αριστερίστικων εκτρόπων αλλά και ανεξαρτήτως της πρόθεσης για αντίδραση όσων αγροτών δεν ήθελαν κολεκτιβοποίηση].
Η απάντηση του κόμματος [σ.σ. ορθότερα, της κυβέρνησης] στην αγροτική εξέγερση [σ.σ. υπερβολικός χαρακτηρισμός] ήταν αναμενόμενα συντριπτική: κάλεσε το στρατό, συνέλαβε χιλιάδες, και έθεσε σε καθεστώς πολιορκίας ολόκληρες περιοχές (Ιonescu, 1964, σ. 200 και Shafir, 1985, σ. 46) [σ.σ. καλύτερο θα ήταν να παρέθετε κάποιο κυβερνητικό έγγραφο γιατί όλα αυτά είναι αοριστίες]. Αυτή συνέπιπτε, επιπροσθέτως, με την κλιμάκωση του ταξικού πολέμου στην επαρχία, καθώς το κόμμα διεξήγαγε μια «ανοιχτή μάχη ενάντια στους κουλάκους» εκείνη την περίοδο. Ως εκείνη την εποχή το ΡΕΚ είχε επιτρέψει στους πιο πλούσιους αγρότες ουσιαστικά να «αποκουλακοποιηθούν» από μόνοι τους «δωρίζοντας» γη στις κολεκτίβες και εντασσόμενοι έτσι στις τάξεις της μεσαίας αγροτιάς. Η πρακτική της αποδοχής των κουλακικών «δωρεών» (που ονομάζονταν «αποποιήσεις») αποδείχτηκε σημαντική για την ισχυροποίηση των νέων συλλογικών αγροκτημάτων, καθώς οι κολεκτίβες, με τη μάζα των μελών τους να είναι φτωχοί αγρότες με λίγη ή καθόλου δική τους γη, συνέχεια υπέφεραν από έλλειψη γης.[33][σ.σ. εδώ, εμμέσως, παραδέχεται για πρώτη φορά ότι υπήρχαν και αγρότες, οι φτωχοί, και άρα οι πιο πολλοί, που έμπαιναν από μόνοι τους στις κολεκτίβες]. Αλλά αυτή η «ταξική συνεργασία» διακόπηκε απότομα το καλοκαίρι του 1950, με την κομματική ηγεσία να πληροφορεί την Αγροτική Επιτροπή ότι στο εξής «οι ένοχοι κουλάκοι θα πρέπει να δικάζονται και η γη τους να κατάσχεται» [σ.σ. μιλά για «ένοχους» κουλάκους], και παρήγγελνε στο γενικό εισαγγελέα του Βουκουρεστίου να συλλαμβάνει κουλάκους με ρητό σκοπό την απόσπαση της γης τους[34]. Η βίαιη «αποκουλακοποίηση» ήταν πλέον στην ημερήσια διάταξη, καθώς, κατασχέσεις έλαβαν χώρα σε μαζική κλίμακα σε πολλές περιοχές, συχνά χωρίς την κατάλληλη διαδικασία[35]. Στην περιοχή Cluj, για παράδειγμα, κουλάκοι στερήθηκαν την ιδιοκτησία τους και στάλθηκαν με τις οικογένειές τους στο κανάλι Δούναβη- Μαύρης Θάλασσας χωρίς δίκη, και στην επαρχία Mureş μερικοί συνελήφθησαν και κάποιοι εκτελέστηκαν από τη Σεκιουριτάτε [36] . H πιο συχνή κατηγορία που τους αποδιδόταν ήταν εκείνη του σαμποτάζ στην σπορά και τη φύτευση και τη μη παράδοση των υποχρεωτικών ποσοστώσεων προϊόντων, αλλά πολλοί συνελήφθησαν και για αστείους λόγους, όπως του ότι δεν είχαν δέσει τα σκυλιά τους ή δεν είχαν καθαρίσει τα δέντρα τους από κάμπιες [37]. Έτσι, ο αριθμός όσων επλήγησαν σύντομα κατέστη τεράστιος: όπως ο Ντεζ αργότερα αναγνώριζε [σ.σ. μήπως δεν ήταν φειδωλός στους αριθμούς, ακριβώς επειδή ήθελε να πλήξει τη «σταλινική», «δεξιοαριστερίστρια» κλπ. Πάουκερ;], «πάνω από 80.000 αγρότες πέρασαν από δίκη και πάνω από 30.000 από αυτούς πέρασαν από δημόσια δίκη» ως αποτέλεσμα της αντι-κουλακικής καμπάνιας (Gheorghiu-Dez, 1961, σ. 16).
Περιττό να ειπωθεί ότι, ούσα κομματική Γραμματέας υπεύθυνη για τη Γεωργία, η Πάουκερ κατηγορήθηκε για όλες αυτές τις «ακρότητες». Αλλά αυτή η κατηγορία έγινε εφικτό να αποδοθεί μόνο επειδή μια λεπτομέρεια της βιογραφίας της Πάουκερ κρατήθηκε αυστηρά μυστική: το ότι αυτή βρισκόταν στη Σοβιετική Ένωση όπου υποβλήθηκε σε επείγουσα εγχείρηση για καρκίνο του μαστού από τις 16 Ιούνη ως τις αρχές Αυγούστου 1950- ακριβώς την περίοδο που η επίθεση γενικεύτηκε (Brătescu, 1990 και Toma, 1990). Επιπροσθέτως, η Πάουκερ επέστρεψε στη Ρουμανία σε τόσο άσχημη κατάσταση που αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Μόσχα το Σεπτέμβρη για επιπρόσθετη θεραπεία, και δεν μπορούσε να αναλάβει πλήρως να καθήκοντά της μέχρι το Δεκέμβρη (Brătescu, 1990). Η Πάουκερ πράγματι μιλά για την αρρώστιά της όταν ανακρίνεται από μια κομματική επιτροπή το 1953 και το 1956, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία της από τον Ιούνη ως το Δεκέμβρη του 1950 (ή το Γενάρη του 1951)[38]. Τα στελέχη της Αγροτικής Επιτροπής επομένως δεν κάνουν καμία αναφορά για την Πάουκερ στις γραπτές τους ανακοινώσεις όταν περιγράφουν τις δραστηριότητές τους εκείνο το καλοκαίρι, και, αντίθετα, αναφέρουν ότι απέστελλαν υλικό και λάμβαναν οδηγίες από τον κομματικό Γραμματέα Alexandru Moghioroş, έναν στενό σύμμαχο του Ντεζ. Ήταν ο Moghioroş, για παράδειγμα, που πληροφόρησε την Αγροτική Επιτροπή ότι κουλάκοι επρόκειτο να συλληφθούν και η γη τους να κατασχεθεί[39].
Αλλά η πιο προφανής ένδειξη ότι η Πάουκερ δεν έλαβε μέρος στην επίθεση του καλοκαιριού του 1950 ήταν οι δικές της κινήσεις κατά τους μήνες που ακολούθησαν. Παρά την κακή της υγεία, γρήγορα ανέλαβε ξανά τις αρμοδιότητές της επί της αγροτικής πολιτικής και την επανέφερε στη γραμμή που υπήρχε πριν την αναχώρησή της, μια γραμμή που σταθερά υποστήριζε από την αρχή, και την οποία έθετε με εκπληκτική ειλικρίνεια ενώπιον της Αγροτικής Επιτροπής τον Απρίλη του 1951. «Θα ήμασταν αφελείς», ξεκίνησε να λέει η Πάουκερ, «αν δεν γνωρίζαμε ότι ο αριθμός των αγροτών με μικρή ιδιοκτησία που είναι πεισμένοι και είναι έτοιμοι να παλέψουν για τη δημιουργία συλλογικών αγροκτημάτων δεν είναι, επί του παρόντος, παρά πολύ μικρός…Πώς μπορείτε να νομίζετε ότι αυτοί οι άνθρωποι, που είναι έτοιμοι να σκοτωθούν μεταξύ τους για ένα κομμάτι γης, άνθρωποι που κλαίνε περισσότερο όταν χάνουν μερικά κοπάδια ζώων παρά όταν χάνουν ένα παιδί, πώς μπορείτε να πιστεύετε ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ενώσουν ξαφνικά τα κοπάδια και τη γη τους, ότι μπορούν να αποχωριστούν την αγελάδα τους και τη γη;». Αυτός ήταν, επεσήμαινε η Πάουκερ, ο λόγος που το κόμμα προωθούσε αρχικά την κολεκτιβοποίηση, θέτοντας παραδείγματα, μέσω της ίδρυσης ενός περιορισμένου αριθμού τεχνολογικά προοδευμένων, εκμηχανισμένων συλλογικών αγροκτημάτων που θα μπορούσαν να προσελκύσουν τους αγρότες με την επιτυχία τους- και μόνο με αυτή. Έτσι, η εκμηχάνιση, τόνιζε ξανά, ήταν μια προϋπόθεση για κολεκτιβοποίηση, γιατί οι κολεκτίβες θα έπρεπε να έχουν υψηλότερες αποδόσεις και καλύτερη σοδειά, για να υπάρχει η δυνατότητα να κερδηθεί η ρουμανική αγροτιά. Και, σύμφωνα με την Πάουκερ, οι πρώτες 176 κολεκτίβες που ιδρύθηκαν το 1949 και στις αρχές του 1950 πράγματι παρήγαν περισσότερο από όσο τα ατομικά αγροκτήματα, και κατ’ αυτό τον τρόπο έπειθαν και άλλους αγρότες να ενταχθούν στις νέες κολεκτίβες.
«Αλλά εδώ παρενέβησαν τα λάθη μας, σύντροφοι, τα σοβαρά λάθη μας. Αντί να συνεχίσουμε σε αυτό το δρόμο, έναν δρόμο που αποδείχτηκε ότι ήταν ο καλύτερος, έναν δρόμο όπου τα πράγματα δεν κυλούσαν ήρεμα, γιατί ακόμα και εδώ υπήρχε ένας αγώνας, αλλά έναν δρόμο όπου τα πράγματα πήγαιναν πιο αργά και πιο προσεκτικά- αντί για αυτό το δρόμο, αρχίσαμε να υιοθετούμε μεθόδους πίεσης των αγροτών με εξαναγκαστικό τρόπο για να προσχωρήσουν στα συλλογικά αγροκτήματα…Ξεκινώντας από το τελευταίο καλοκαίρι, προχωρήσαμε με πράξεις που ήταν απολύτως αντίθετες με τη γραμμή του κόμματός μας και απολύτως αντίθετες με οποιαδήποτε κομμουνιστική σκέψη. Μόνο ένας ανεύθυνος, ένας τυχοδιώκτης, μόνο ένα πρόσωπο αποσπασμένο από τις μάζες και από το κόμμα μας, μόνο ένα άτομο που σκέφτεται για αυτό πως σήμερα είναι εδώ και αύριο θα έχει φύγει μπορεί να νομίζει ότι είναι εφικτή η ίδρυση συλλογικών αγροκτημάτων με ανθρώπους που είναι εξαναγκασμένοι, και ότι τέτοια συλλογικά αγροκτήματα μπορεί πιθανώς να είναι βιώσιμα. Ό,τι έγινε τον τελευταίο χρόνο, με τη διεξαγωγή διαγωνισμών μεταξύ περιφερειών για να δούμε ποιος θα είχε τα περισσότερα συλλογικά αγροκτήματα και η προσφυγή σε κάθε μέσο για την υλοποίηση του πλάνου, που δεν ήταν πλάνο καθόλου, αλλά ένα γραφειοκρατικό χάλι, είναι απολύτως ξένο προς την κομματική μας γραμμή και δεν μπορεί παρά να προξενήσει αρνητικά αποτελέσματα. Τώρα θα πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να σώσουμε τη συμμαχία μας με την εργαζόμενη αγροτιά…, που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν καθοδηγούμασταν από την γραμμή του κόμματός μας, η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτρέπεται να βάζουμε ανθρώπους στα συλλογικά αγροκτήματα οι οποίοι δεν επιθυμούν να πάνε εκεί»[40].
Η Πάουκερ, έπειτα, προχώρησε στην καταγραφή των πραγμάτων που έπρεπε να γίνουν προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση, τα περισσότερα εκ των οποίων είχε ήδη υλοποιήσει. Πρώτον, όπως μια εσωτερική κομματική έκθεση ξεκαθαρίζει, η Ανα Πάουκερ ανέκοψε την ίδρυση νέων συλλογικών αγροκτημάτων κατά το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1950-51, εντέλλοντας την Αγροτική Επιτροπή να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην άρση των αδικιών και την ενδυνάμωση των ήδη υπαρχουσών κολεκτίβων[41]. Ακολούθως, ζητήθηκε από την Επιτροπή να αποσπά την έγκριση της κομματικής ηγεσίας για την ίδρυση κάθε νέου συλλογικού αγροκτήματος, μια έγκριση που η Πάουκερ σταθερά αρνιόταν να δίνει[42]. Λέγεται ότι δήλωνε στα στελέχη της Επιτροπής ότι «δεν έχουμε λόγο να βιαζόμαστε με την κολεκτιβοποίηση, γιατί πρέπει να έχουμε ησυχία στην επαρχία», και τόνιζε ότι η κατάστασή τους ήταν διαφορετική από εκείνη των σοβιετικών κατά τις αρχές της δεκαετίας του ‘30[43]. «Η πρώτη μας έγνοια», ισχυριζόταν η Πάουκερ, «πρέπει να είναι οι υπάρχουσες κολεκτίβες, η ενδυνάμωση και η μετατροπή τους σε παραδείγματα για τους μεμονωμένους αγρότες»[44], μια άποψη που σταθερά υποστήριζε μέχρι και το Μάρτη του 1952, όταν δημοσίως της ασκήθηκε κριτική από τον Alexandru Moghioroş [45]. Ως αποτέλεσμα, κανένα νέο συλλογικό αγρόκτημα δεν δημιουργήθηκε στη Ρουμανία το 1951: παρότι 62 επισήμως ιδρύθηκαν εκείνη τη χρονιά (σε αντίθεση με 971 κατά το 1950), όλα είχαν στην πραγματικότητα ιδρυθεί και παγιωθεί κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1950, αλλά τυπικά μόνο δεν είχαν εγκαινιαστεί[46].
Δεύτερον, η Πάουκερ διέταξε ώστε όλοι όσοι επιθυμούσαν να αποχωρήσουν από ένα συλλογικό αγρόκτημα να τους επιτραπεί να το κάνουν [47], κάτι που οδήγησε σε μια μαζική έξοδο από πολλές [σ.σ. «κάποιες» θα έπρεπε να λέει, αφού δεν δίνει ακριβή αριθμό] κολεκτίβες: στην Leghia (επαρχία Cluj), για παράδειγμα, από τις 120 οικογένειες που είχαν γραφτεί, 105 ζήτησαν να φύγουν, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της κολεκτίβας και της ηγεσίας του συμβουλίου: και στην Hida (επαρχία Jibou), από τις 77 εγγεγραμμένες, οι 50 επέλεξαν να φύγουν[48]. Η Πάουκερ διέταξε όλες οι δίκες των κολεκτιβιστών που κατηγορούνταν ότι δεν έφερναν τη γη τους και τα μέσα παραγωγής στις κολεκτίβες να σταματήσουν αμέσως, και όλες οι προηγούμενες εκδοθείσες αποφάσεις να ακυρωθούν[49]. Αυτό επέδρασε σε ένα μεγάλο αριθμό αγροτών οι οποίοι είχαν συλληφθεί έπειτα από την άρνησή τους να φέρουν τα μέσα παραγωγής που κατείχαν στην κολεκτίβα στην οποία είχαν αναγκαστεί να προσχωρήσουν[50].
Επιπροσθέτως, το Γενάρη του 1951, η Πάουκερ και η Αγροτική Επιτροπή πρότειναν ώστε η Κεντρική Επιτροπή να συντάξει την Εγκύκλιο νο.13, η οποία όριζε ποινές που έφταναν ως και την αποβολή από το κόμμα και την δίκη για κακούργημα για όσους εξανάγκαζαν αγρότες να ενταχθούν στα συλλογικά αγροκτήματα[51]. «Όσοι δρουν με αυτό τον τρόπο δεν είναι άνθρωποι», ξεκαθάριζε η Πάουκερ. «Και δεν θα οικοδομήσουμε τον κομμουνισμό με τέτοιους ανθρώπους…»[52]. Η Εγκύκλιος επίσης όριζε ότι το κόμμα θα σταματήσει να επιλέγει μόνο τις καλύτερες και τις ευκολότερα προσβάσιμες εκτάσεις κατά τη δημιουργία νέων συλλογικών αγροκτημάτων, και ανακάλεσε την απαίτηση μια κολεκτίβα να αποτελείται από μια ενιαία έκταση γης, μειώνοντας έτσι τις κατασχέσεις [σ.σ. ή ανταλλαγές] γης[53]. Αυτό ήταν πάντως κάτι το συζητήσιμο κατά το 1951, ωστόσο, καθώς η Πάουκερ αναφέρεται ότι «αρνήθηκε να υπογράψει τα έγγραφα» που ενέκριναν επιπρόσθετες συγχωνεύσεις συλλογικών αγροκτημάτων[54], που η Αγροτική Επιτροπή πλέον υποχρεωνόταν να επιτύχει[55], και σταμάτησε την ίδρυση των Κρατικών Αγροκτημάτων [GoStat]. Πιο πριν, η κομματική ηγεσία είχε εγκρίνει κατ’ αρχήν ένα σχέδιο για τη συνένωση 220.000 εκταρίων το 1951, ώστε τα Κρατικά Αγροκτήματα να είναι πλήρως συγχωνευμένα περί το 1952, όπως ανέθετε το ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής. Αλλά η Πάουκερ λέγεται ότι εκτιμούσε ως ανέφικτη τη συγχώνευση της γης όλων των Κρατικών Αγροκτημάτων μονομιάς, ισχυριζόμενη ότι, πρώτον, χρειαζόταν μια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που θα είχε ήδη ψηφιστεί, και, δεύτερον, ότι οι συνθήκες δεν ήταν καλές για επιπλέον συγχωνεύσεις. Αντίστοιχα, ο Υπουργός Γεωργίας Βασίλε Βάιντα ανέστειλε τη συγχώνευση μέχρι τον επόμενο χρόνο[56].
Επίσης, η Πάουκερ επέμεινε ώστε το κόμμα να αποδώσει άμεσα γη σε φτωχούς και μεσαίους αγρότες που δεν αποζημιώθηκαν για την απώλεια περιουσίας κατά τις προηγούμενες συνενώσεις εκτάσεων κολεκτίβων, αλλά έδινε λιγότερη έμφαση στο θέμα της αποζημίωσης κουλάκων: «Αυτοί μπορούν να περιμένουν κι άλλο», απαντούσε. «Ή αν θέλουν γη κάπου αλλού, ας πάνε εκεί»[57]. Επιπροσθέτως, η Πάουκερ δεν ανέφερε τους κουλάκους όταν διέταξε οι δίκες των συλληφθέντων αγροτών να σταματήσουν και να ανατραπούν οι καταδικαστικές αποφάσεις. Επίσης, δεν θα επέτρεπε στην Αγροτική Επιτροπή να λάβει κυρωτικά μέτρα έναντι κουλάκων που κατηγορούνταν ότι απέκρυπταν σοδειές από τους κρατικούς συλλέκτες το 1951, που ήταν συνήθης αιτία για σύλληψη κατά την αντι-κουλακική καμπάνια, και ισχυριζόταν ότι με μια τέτοια μεγάλη συγκομιδή, η συλλογή θα «το φρόντιζε από μόνη της»[58]. Ούτε ενέκρινε πολιτικές που υπέσκαπταν την παραγωγικότητα των κουλάκων, ισχυριζόμενη ότι «πρέπει να προσέχουμε ώστε να μην καταπιέζουμε τους κουλάκος, αλλά να κάνουμε εφικτό για αυτούς να δουλέψουν τη γη»[59]. Επίσης, ανέστειλε τον αποκλεισμό των κουλάκων από τα συλλογικά αγροκτήματα την άνοιξη του 1951, παραγγέλνοντας το σχηματισμό αναλυτικών καταλόγων με φωτογραφίες για την εξασφάλιση ότι αυτοί δεν ήταν τον καιρό εκείνο μεσαίοι αγρότες. Αλλά αφότου έλαβε τους καταλόγους, η Πάουκερ δεν απέστειλε οδηγία για να προχωρήσουν σε αποκλεισμούς, και επέπληξε ένα ηγετικό στέλεχος της Αγροτικής Επιτροπής για την αποβολή 13 κουλάκων χωρίς την έγκριση της κομματικής ηγεσίας[60]. Και σύμφωνα με μια κομματική επιτροπή το 1952, ήταν η Πάουκερ που κατηύθυνε το Υπουργείο Γεωργίας στο να αποδέχεται δωρεές γης από κουλάκους, «προωθώντας έτσι την αντι-σταλινική θεωρία της ειρηνικής αφομοίωσης των κουλάκων στο σοσιαλισμό»[61] [σ.σ. είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα..].
Ακόμα, η Πάουκερ ξεκαθάρισε στην Αγροτική Επιτροπή τον Απρίλη του 1951, ότι, στο εξής, κάθε αγρότης που θα πειθόταν «να προχωρήσει στη συνένωση της γης και να εργαστεί συλλογικά» θα έπρεπε να το πράξει πρώτα «υπό τη μορφή της ένωσης πρωτοβάθμιου συνεταιρισμού [întovărăşire], ή αρτέλ. Και μόνο αν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις μπορούμε να προχωρήσουμε στο σχηματισμό συλλογικών αγροκτημάτων.»[62]. Τα întovărăşiri, αποτελούνταν από χαλαρά οργανωμένες ομάδες αγροτών που τους επιτρεπόταν να αποσύρουν τμήμα ή όλη τη γη τους για ένα χρονικό διάστημα που οι ίδιοι επιθυμούσαν: συνέχιζαν να διατηρούν υπό την ατομική τους ιδιοκτησία όχι μόνο τη γη τους, αλλά και τα εργαλεία και τη σοδειά (Spulber, 1958, σ.144). Η αναφορά τους από την Πάουκερ ως μια ακόμα προϋπόθεση για κολεκτιβοποίηση θα εμφανιζόταν ως επαλήθευση της μαρτυρίας ότι προτιμούσε την εγκαθίδρυση întovărăşiri από εκείνη των συλλογικών αγροκτημάτων τύπου κολχόζ (Μanescu, 1989: Tudorache, 1990: Breban, 1994), και ότι αντέκρουε όσους πρότειναν το αντίθετο (Brucan, 1993, σ.σ. 49-50, Moghioros, 1961, σ.3). [σ.σ. αφού το λέει ο πολιτικός της αντίπαλος, σύμμαχος του Ντεζ, που της απέδιδε και δεξιές και αριστερίστικες παρεκκλίσεις, πιστεύω πως είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός, ειδικά αφού οι πρωτογενείς πηγές πληροφόρησης, τα ίδια της τα λόγια όταν ήταν στην κυβέρνηση, δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο: απλώς, πρόκρινε τη βαθμιαία κολεκτιβοποίηση]. Παρ’ όλα αυτά, τα întovărăşiri δεν ήταν αρμοδιότητας Πάουκερ, αλλά των Κρατικών Μηχανικών & Τρακτερικών Σταθμών (ΜΤΣ), καθώς αυτά δημιουργούνταν συχνά μόνο προσωρινά, όταν οι μεμονωμένοι αγρότες υπέγραφαν συμβάσεις με τους ΜΤΣ: πράγματι, για μια σημαντική περίοδο αναφέρονταν ως ΜΤΣ- întovărăşiri[63]. Αλλά στις 18 Σεπτέμβρη 1951, η Κεντρική Επιτροπή του ΡΕΚ κάλεσε την Αγροτική Επιτροπή της Πάουκερ να ιδρύσει σοβιετικού τύπου («τύπου ΤΟΖ») întovărăşiri, τα οποία η Αγροτική Επιτροπή δημιουργούσε με αργό ρυθμό γιατί, όπως η ίδια η Πάουκερ τόνιζε, συνέχιζε να επικεντρώνεται στη «διόρθωση των σφαλμάτων» του 1950[64]. Για αυτό, κατηγορήθηκε για τη μείωση της σημασίας των întovărăşiri τύπου ΤΟΖ, για το ότι τα θεωρούσε ξεπερασμένα για τη Ρουμανία και, συνεπώς, για το ότι παρεμπόδιζε τη δημιουργία τους [65].
Υιοθετώντας αυτές τις πολιτικές, η Πάουκερ ήταν στενά συνδεδεμένη και χωρίς αμφιβολία ισχυρά επηρεασμένη από τον Υπουργό Οικονομικών Βασίλε Λούκα, που προωθούσε μια σταθερή φιλοαγροτική γραμμή που επακριβώς εξισωνόταν με αυτή του Μπουχάριν το 1952 [66][σ.σ. εντελώς λάθος αυτή η εξίσωση, αναφέρθηκε στην εισαγωγή το γιατί..]. Από την αρχή του κομμουνιστικού καθεστώτος [σ.σ. ορθότερα, της πρώτης κυβέρνησης του μη κομμουνιστή Πέτρου Γκρόζα], ο Λούκα ισχυριζόταν ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και της αγοραστικής δύναμης των αγροτών «είναι η εγγύηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας, και το κλειδί για την κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη της Ρουμανίας»[67]. Απηχώντας το κάλεσμα του Μπουχάριν στους αγρότες να «πλουτίσουν» (Cohen, 1980, σ. 176), ο Λούκα επαινούσε την αύξηση της ατομικής αγροτικής συσσώρευσης στην αγροτική Ρουμανία [68]και, όπως ο Μπουχάριν, πίστευε ότι η συσσώρευση κεφαλαίου για τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση απαιτούσε τη διεύρυνση του εμπορίου με τον αγροτικό τομέα: «Η συσσώρευση», τόνιζε, «επιτυγχάνεται με την πώληση αγαθών»[69][σ.σ. o Μπουχάριν μιλούσε για την περίοδο του σοσιαλισμού, ο Λούκα για την περίοδο που προηγείται αυτού, οπότε όλη η εξίσωση Λούκα-Μπουχάριν είναι λάθος]. Ο εφοδιασμός της αγροτιάς με βιομηχανικά προϊόντα που αυτή επιθυμούσε όχι μόνο θα αύξανε το αναγκαίο κεφάλαιο, αλλά επίσης, δήλωνε, θα ωθούσε τους αγρότες να πωλούν τα προϊόντα τους ακόμα και στις τεχνητά χαμηλές κρατικές τιμές[70]. «Η εμφάνιση περισσότερων αγαθών στα χωριά θα επιφέρει μια μείωση των τιμών. Αυτές οι τιμές σχηματίζονται στην αγορά, Η τιμή υπαγορεύεται από την προσφορά και τη ζήτηση, όχι από ό,τι εμείς αποφασίζουμε εδώ»[71]. Έτσι, ο Λούκα αντιτασσόταν σε κρατικές παρεμβατικές στρατηγικές και ευνοούσε τις αυθόρμητες λειτουργίες της ανοιχτής αγοράς, και πίεζε για να επιτραπούν στους αγρότες επικερδείς τιμές, ανεμπόδιστο εμπόριο, και λιγότερο δραστικές ποσοστώσεις υποχρεωτικής παράδοσης.[72]. «Υπάρχει γενικά μια τάση να ζούμε φτηνά, να μη δουλεύουμε σκληρά στα εργοστάσια σε βάρος της αγροτιάς», κατακεραύνωνε. «Δεν είναι δικαιολογημένο να ζει κανείς στις πλάτες της αγροτιάς…»[73].
Δεν είναι απορίας άξιο, επομένως, που ο Λούκα υποστήριξε τη «βαθμιαία» οπτική της Πάουκερ επί του θέματος της κολεκτιβοποίησης (Gaston Marin, 1991: Breban, 1994), υποστηρίζοντας τον Ιούλη του 1950, ότι «ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της γεωργίας δεν προχωρά με το ίδιο βήμα με το μετασχηματισμό της βιομηχανίας», αλλά προχωρά πολύ πιο αργά[74]. Επίσης ενθάρρυνε την Πάουκερ τόσο στο θέμα της κουλακικής παραγωγικότητας[75] όσο και στην «αυτό-αποκουλακοποίηση», χαρακτηρίζοντας την πτώση στον αριθμό των κουλάκων, όπως όριζε το Υπουργείο Οικονομικών που διαχειριζόταν, από 160.000 το 1949 σε 50.000 το 1950[76] ως «τίποτα διαφορετικό από μια φυσιολογική κατάσταση» για τις συνθήκες ενός λαϊκού δημοκρατικού καθεστώτος[77]. Και αντιτάχθηκε στην εντατικοποίηση της ταξικής πάλης στην επαρχία, παρομοιάζοντας την κατάσταση στη Ρουμανία το 1951 με εκείνη της ΕΣΣΔ κατά την πρώτη φάση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, όπου «η πίεση χαλάρωσε στη χώρα, γιατί η εκμετάλλευση σταμάτησε, οι εκμεταλλευτές πλέον δεν υπήρχαν, και οι τάξεις είχαν εξαφανιστεί ως τάξεις…»[78][σ.σ. ο σχετικός φάκελος είναι μετά την καθαίρεσή του, άρα, οι αντίπαλοί του μπορούσαν να του αποδίδουν ό,τι ήθελαν: και η παρομοίωση ήταν λάθος, αλλά και κατά τη ΝΟΠ δε συνέβη κάτι τέτοιο].
Στην άλλη πλευρά του φάσματος, ωστόσο, αναμφίβολα βρισκόταν ο Ντεζ. Σε πλήρη αντίθεση με την Άνα Πάουκερ, ο Ντεζ απέφευγε να αναφερθεί στο ζήτημα της υποχρεωτικής κολεκτιβοποίησης παρά μόνο ακροθιγώς σε μια σημαντική ομιλία στους 1ους Γραμματείς των Περιφερειών τον Απρίλη του 1951[79]. Ωστόσο, δεν του έλειπε πάθος όταν καταδίκαζε το εύρος της αγροτικής ευημερίας στο Υπουργικό Συμβούλιο το Σεπτέμβρη του 1950: «Αναφέρθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών ότι το ποσοστό των κουλάκων πέφτει…Μειώνονται! Αρνούμαι να πιστέψω ένα τέτοιο πράγμα. Είμαι πεπεισμένος ότι τα καπιταλιστικά στοιχεία αυξήθηκαν στην επαρχία εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Για τρία χρόνια δεν πλήρωσαν φόρους, οι μεσαίοι αγρότες έγιναν κουλάκοι, και εμείως τους δίναμε αγαθά σε μειωμένες τιμές. Εφαρμόσαμε αυτές τις ρομαντικές πολιτικές. Βοηθήσαμε την αγροτιά να προβεί σε καπιταλιστική συσσώρευση»[80].
Αντίστοιχα, ο Ντεζ καλούσε για την εφαρμογή κάθε μέτρου που θα «απορροφούσε το γέμισμα με χρήμα της τσέπης των αγροτών»[81], αν και η προτίμησή του ήταν αποφασιστικά υπέρ της κρατικής παρέμβασης επί των δυνάμεων της αγοράς. Ο αγρότης, επέμενε, πρέπει να υποχρεώνεται να πωλεί όλο του το προϊόν «στην τιμή που εμείς θέλουμε και όχι εκείνη που αυτός θέλει»[82], κάτι που, κατ’ αυτόν, θα επιτυγχανόταν όχι με τα οικονομικά της προσφοράς και ζήτησης αλλά με την κρατική επίθεση επί της ρουμανικής αγροτιάς. «Όσο πιο λίγα χρήματα διαθέτουν, τόσο περισσότερο θα αισθάνονται την ανάγκη να φέρουν περισσότερη παραγωγή στην αγορά. Αν τους παρέχουμε αρκετά αγαθά ενώ τους δίνουμε όλο και περισσότερα χρήματα, δεν θα έχουμε τίποτα…Τα λέι πρέπει να καταστούν περιζήτητα. Ας αφήσουμε τον αγρότη να τα κυνηγά με τη γλώσσα του έξω. Δεν είναι καλό αν βγάζει χρήματα τόσο εύκολα.»[83].
Επομένως, ζητούσε, σε μια περίοδο όπου οι ελλείψεις στον τομέα των Μεταφορών είχαν λάβει διαστάσεις κρίσης, αυστηροί περιορισμοί να τεθούν στις ποσότητες που οι αγρότες μπορούν να χρεώνουν για τη μεταφορά αγαθών, ανεξαρτήτως της πιθανής τους αντίδρασης. «Ας θεωρήσουμε δεδομένο το ότι οι αγρότες θα επιδείξουν αντίσταση. Κανένας δεν είπε ότι πρόκειται να είναι τόσο εύκολο. Υπάρχουν τρόποι για την αντιμετώπιση αυτής τους της στάσης. Υπάρχουν ανώτερα κρατικά συμφέροντα, και όσοι δεν σέβονται τα ανώτερα συμφέροντα του κράτους δεν είναι καλοί πατριώτες. Μπορείς να προχωρήσεις σε επιτάξεις και ακόμα και να τον τιμωρήσεις αν δεν μεταφέρουν [αγαθά]»[84].
Έχει σημασία ότι ο Ντεζ έκανε αυτά τα σχόλια όταν ο τρόμος στη ρουμανική επαρχία [σ.σ. σιγά τα αίματα], είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Έτσι, δεδομένων των αντίστοιχων συνθηκών, ο Ντεζ είχε ένα ευρύ οπλοστάσιο για να παραθέσει για την εκδίωξη της Πάουκερ και του Λούκα όταν είχε μυστικές συνομιλίες με το Στάλιν κατά τα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές Σεπτέμβρη 1951[85][σ.σ. δεν αποδεικνύεται συσχέτιση του ταξιδιού με την καθαίρεση, ούτε ότι «έδωσε εντολή ο Στάλιν»: άλλωστε, μεσολάβησε μεγάλο διάστημα, τόσο πριν όσο και μετά το ταξίδι, κατά το οποίο εφαρμόστηκαν κρίσιμες πολιτικές ανάσχεσης από την Πάουκερ]. Σύντομα, το φθινόπωρο του 1951, μια σοβιετική αντιπροσωπεία έφτασε στη Ρουμανία για να διερευνήσει την αντίφαση σχετικά με την άρνηση της Πάουκερ για τη συνένωση των Κρατικών Αγροκτημάτων. Δηλώνοντας ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη συνένωση της γης, η επιτροπή απέρριψε τη θέση της Πάουκερ και υποστήριξε εκείνη της Ντεζ που ήθελε τη συνένωση της γης των Κρατικών Αγροκτημάτων να γίνει μονομιάς[86]. Φαίνεται, επίσης, ότι η επιτροπή απάλλαξε την Πάουκερ από την αρμοδιότητα για τη συνένωση της γης των Κρατικών Αγροκτημάτων, γιατί ο Ντεζ προσωπικά χειρίστηκε το ζήτημα όταν οι συνενώσεις ξανατέθηκαν στην ατζέντα[87]. [σ.σ. δεν συνδέονται εξ ορισμού αυτές οι δύο προτάσεις και δεν αποδεικνύεται η σύνδεσή τους στο άρθρο]. Αργότερα, η Πάουκερ θα κατηγορούταν σε κομματικά έγγραφα ότι είχε «παραβλέψει τη Σοβιετική εμπειρία και τη βοήθεια που δινόταν από σοβιετικούς συμβούλους…, και δεν έλαβε μέτρα για να κάνει τις συμβουλές τους πράξεις»[88]. Ως Υπουργός Γεωργίας ο Βασίλε Βάιντα ακολούθως αναγνώριζε ότι «είχαμε αρκετά σοβαρούς καυγάδες» με τους σοβιετικούς συμβούλους τον καιρό που η Πάουκερ ήταν υπεύθυνη για την γεωργία[89]. Ούτε παρέβλεπε η ηγεσία της Αγροτικής Επιτροπής ότι η οργή της Πάουκερ για τον καταναγκασμό του 1950 άρρητα κατευθυνόταν στους σοβιετικούς συμβούλους [90] που επέμεναν για τέτοια μέτρα (Breban, 1950). Πράγματι, η Πάουκερ έκανε τη δήλωσή της τον Απρίλη του 1951 τον καιρό ακριβώς που η σοβιετική επιβολή της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης σε όλο τον ανατολικό συνασπισμό ήταν στην κορύφωσή του[σ.σ. το άρθρο δεν αποδεικνύει ούτε την επιβολή από τους σοβιετικούς, ούτε το μέγεθος της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης, ενώ δεν ήταν στην κορύφωσή της ούτε καν στη Ρουμανία, τότε]. Φαίνεται, επιπλέον, ότι επέμενε σε αυτή της τη θέση μέχρι το τέλος. Μιλώντας ενώπιον των φοιτητών της Κομματικής Σχολής Ζντάνοφ στις 17 Απρίλη του 1952, που ήταν η τελευταία της δημόσια ομιλία, η Πάουκερ διακήρυττε: «Δεν πρέπει να διαμορφώνουμε στελέχη σε συνθήκες μόνιμου «μίσους», αλλά αντίθετα, οι συλλογές, η σπορά, οι σοσιαλιστικοί διαγωνισμοί, οι κομματικές σχολές, οι άλλες σχολές, στην ουσία όλη η δουλειά να διεξάγεται μονίμως ειρηνικά»[91]. Δεν ήταν περίεργο, επομένως, που η Ρουμανία στις αρχές του 1952 είχε το μικρότερο ποσοστό κολεκτιβοποιημένης γης (3,1%) από όλους τους σοβιετικούς δορυφόρους[92][σ.σ. λάθος χαρακτηρισμός, και ειδικά για τη Ρουμανία, που απέδειξε τον διαφορετικό της, έστω και λανθασμένο, δρόμο, τις επόμενες δεκαετίες]
Και πριν να στεγνώσει το μελάνι στα έγγραφα για την «Δεξιά Παρέκκλιση» ο τρόμος είχε επιστρέψει με σφοδρότητα σε αγροτικές περιοχές σε όλη τη Ρουμανία. Ο «ανοιχτός πόλεμος» εναντίον των κουλάκων είχε λάβει μεγάλη έκταση σχεδόν σε μια νύχτα: ο Γκεόργκε Μπαντουλέσκου, Γραμματέας της Κομματικής Περιφερειακής Επιτροπής του Ιασίου, αποκάλυψε ότι εντός μερικών εβδομάδων μετά την καθαίρεση της ομάδας της Πάουκερ, «οι κομματικές οργανώσεις και τα Λαϊκά Συμβούλια είχαν ανακαλύψει σχεδόν 6.000 κουλάκους που είχε παρεισφρήσει μεταξύ των μεσαίων αγροτών»[93]. Μαρτυρίες για καταδίκες κουλάκων για σαμποτάζ, υπονομευτικές δραστηριότητες, μη παράδοση των ποσοστώσεων, ή άρνηση πληρωμής φόρων εμφανίζονταν στο ρουμανικό Τύπο πρακτικά σε ημερήσια βάση[94]. Ας αναφέρουμε έναν παρατηρητή: «ο μηχανισμός προπαγάνδας του ΡΕΚ, σε μια προφανή προσπάθεια να τρομοκρατήσει την αγροτιά, στην παρούσα φάση δίνει μεγάλη δημοσιότητα σε δίκες κουλάκων φερόμενων ως σαμποτέρ. Μέρα παρά μέρα, ο Τύπος και το ράδιο αναφέρουν με χαρά τις μεγάλες ποινές που επιβάλλονται σε άτυχους αγρότες σε όλη τη χώρα…Δίκες «chiabur»[κουλάκων] σαμποτέρ από τοπικά «λαϊκά δικαστήρια» συχνά στήνονται στη μεγαλύτερη διαθέσιμη αίθουσα συνεδριάσεων- σχολικά αμφιθέατρα, θέατρα ή άλλες τέτοιες κατάλληλες για το σκοπό αίθουσες- και άνθρωποι από όλα τα γειτονικά χωριά έρχονται για να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία»[95][σ.σ. πηγή από ρουμάνους φασίστες εκτός Ρουμανίας]. Όχι λιγότερες από 8.000 δίκες φερόμενων ως κουλάκων αναφέρονται στο ρουμανικό Τύπο τους 6 μήνες που ακολούθησαν την καθαίρεση των Πάουκερ- Λούκα-Γκεοργκέσκου[96].
Ταυτόχρονα, η κολεκτιβοποίηση έφτασε νέα όρια. Ο Γραμματέας της Κομματικής Περιφερειακής Επιτροπής του Ιασίου Μπαντουλέσκου, επίσης αποκάλυψε ότι εντός των επόμενων εβδομάδων μετά την καθαίρεση της ομάδας της Πάουκερ «η εντατικοποίηση της δουλειάς της πειθούς και της οργάνωσης των φτωχών και των μεσαίων αγροτών είχε οδηγήσει στο σχηματισμό σε σύντομο χρονικό διάστημα 7 συλλογικών αγροκτημάτων και 21 αγροτικών συνεταιρισμών»[97].
Το Σεπτέμβρη ο Ντεζ όρισε η διαδικασία ξανά να αποκεντρωθεί, με το καθήκον της ίδρυσης κολεκτίβων και συνεταιρισμών ξανά να αποδίδεται στις περιφερειακές και τις τοπικές επιτροπές[98]. Στους 2 μήνες που ακολούθησαν, οι «υπερβολές» του 1950 εμφανίστηκαν ξανά σε όλη τη χώρα: αγρότες ξανά υποχρεώθηκαν να ενταχθούν σε συλλογικά αγροκτήματα υπό την απειλή οικονομικών κυρώσεων ή «διοικητικών μέτρων», συνενώσεις εκτάσεων κολεκτίβων ξανά εφαρμόστηκαν υποχρεωτικά, με αγρότες να εκδιώκονται από τις εκτάσεις τους και να πηγαίνουν σε άλλες, ενώ μαζικές διαμαρτυρίες και ακόμα και πρωτόγνωρες εξεγέρσεις ξανά εμφανίστηκαν σε αγροτικά χωριά σε όλη τη χώρα[99]. Συνολικά, το ποσοστό κολεκτιβοποιημένης γης υπερδιπλασιάστηκεμ από 3,1% σε 7,2% το 1952: 707 νέες κολεκτίβες ιδρύθηκαν εκείνη τη χρονιά, και επιπλέον 252 δημιουργήθηκαν κατά τους πρώτους μήνες του 1953 πριν αρχίσει να υλοποιείται η Νέα Πορεία του Μαλένκοφ (Spulber et al, 1958, σ.σ. 70-147). Από κει και πέρα, η κολεκτιβοποίηση επιβράδυνε αρκετά, αλλά μετά το 1956 ο Ντεζ ανανέωσε την καμπάνια σε μαζική κλίμακα. Η ρουμανική επαρχία πλήρως κολεκτιβοποιήθηκε με τη βία τα επόμενα 5 χρόνια (Tismaneanu, 1984, σ.σ. 71-72 και Shafir, σ.46) [σ.σ. ο πρώτος είναι ρουμάνος εκτός Ρουμανίας που έκανε καριέρα στην κομμουνιστο-παρα-λογία και πρόσφατα συνέταξε το «τελικό πόρισμα για τα εγκλήματα της κομμουνιστικής δικτατορίας» που του παρήγγειλε το καθεστώς της καπιταλιστικής δικτατορίας… όχι ότι δεν στέκει το χρονοδιάγραμμα των 5 ετών, αλλά καλό είναι να ξέρουμε ποιος μας λέει τι]. Μια κολεκτιβοποίηση που συνέβαινε ταυτόχρονα με τις συνεχείς καταγγελίες σε βάρος της φράξιας της Πάουκερ περί βάρβαρων μεθόδων επί της αγροτιάς[100].
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται εδώ, επομένως, αντικρούουν τη διαδεδομένη άποψη ότι η καθαίρεση της Άνα Πάουκερ οφειλόταν αποκλειστικά σε μια μάχη για την εξουσία μεταξύ των φραξιών της Πάουκερ και του Ντεζ, και ότι ήταν άσχετη με τις πολιτικές ή ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ τους. Αν και η απόκτηση απόλυτης εξουσίας ξεκάθαρα ήταν το κίνητρο που καθοδηγούσε τις κινήσεις του Ντεζ για την εκδίωξη της Πάουκερ, οι ενδείξεις υποδεικνύουν ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο περίπλοκη από τη μεριά της Πάουκερ και των συνεργατών της. Η Άνα Τόμα θυμάται ότι
«Όταν [η Πάουκερ] καθαιρέθηκε, μου είπαν, μεταξύ άλλων, να κατεβάσω τις φωτογραφίες της από το Υπουργείο. Δεν ήξερα τι συνέβαινε, γιατί η Άνα δεν μου είπε τίποτα. Μου είπαν μια μέρα απλώς να κατεβάσω τις φωτογραφίες της και εγώ αρνήθηκα…Όταν αρνήθηκα να απομακρύνω τις φωτογραφίες, η Άνα με κάλεσε στο γραφείο της και είπε «Άσ’ τους να πάρουν τις φωτογραφίες», Και πρόσθεσε: «Τι δεν είμαι μια φραξιονίστρια; Είμαι φραξιονίστρια». Ήταν σαν να επεσήμαινε ένα γεγονός»(Τoma, 1990).
«Φραξιονισμός» οριζόταν από την κομματική ορολογία ως η υποστήριξη της προσωπικής άποψης ή αρχών σε αντίθεση με την κομματική γραμμή.[σ.σ. λάθος. Είναι η συνάθροιση προσώπων και η δράση τους για την επίτευξη σκοπών εντός του κόμματος, εν αγνοία του υπόλοιπου κόμματος και κατά παράβαση της πλήρους δημοκρατίας και έκθεσης όλων των απόψεων την οποία επιβάλει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός]. Και πράγματι, στο ζήτημα της κολεκτιβοποίησης, η Πάουκερ ξεκάθαρα ενεπλάκη σε «φραξιονισμό» σε αντίθεση με τις πολιτικές όχι μόνο του Ντεζ, αλλά ακόμα και των σοβιετικών[σ.σ. μόνο που οι πολιτικές του Ντεζ δεν ήταν αποφάσεις του κόμματος ούτε της κυβέρνησης, άρα αυτός ήταν ο φραξιονιστής. Επίσης, οι σοβιετικοί ό,τι και να έλεγαν δεν έπαυαν παρά να έχουν συμβουλευτικό ρόλο, ενώ επίσης, ακόμα και ο ίδιος ο Στάλιν αναγνώριζε ότι πολλοί σοβιετικοί πάσχουν από δογματισμό και επιθυμούν λανθασμένα την απλή μεταφορά του σοβιετικού μοντέλου σε άλλο χρόνο και άλλους τόπους]. Τα στοιχεία επομένως αμφισβητούν τη θεωρία που θέλει τα πιο πειστά και πειθήνια όργανα των Σοβιετικών στην εφαρμογή του Σταλινισμού στις Λαϊκές Δημοκρατίες να είναι οι «Μοσχοβίτες», δηλαδή εκείνοι οι κομμουνιστές ηγέτες που πέρασαν τα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου στη Σοβιετική Ένωση. Ακριβώς το αντίθετο: η υπόθεση της Άνα Πάουκερ, που επί μακρόν θεωρούταν η κλασική «Μοσχοβίτισσα», θέτει το ζήτημα του αν ακριβώς η εμπειρία τους στην ΕΣΣΔ ήταν που δημιούργησε την αποφασιστικότητα σε κάποιους κομμουνιστές να μην επαναλάβουν το σοβιετικό παράδειγμα στις χώρες τους [σ.σ. δεν ήταν το «άσχημο» παράδειγμα της ΕΣΣΔ, αλλά ο ίδιος ο Μαρξισμός-Λενινισμός που επέβαλλε να μην αντιγραφεί το παράδειγμα της πρώτης χώρας σε άλλες και άλλους καιρούς]. Εν τέλει, τα στοιχεία θέτουν το ζήτημα των απόψεων για την ίδια την Άνα Πάουκερ. Καθολικά θεωρείται ως μια αισχρή και δογματική Σταλινίστρια, «η φανατική δουλοπρέπεια [της] προς τη Μόσχα δεν ήταν μόνο αδιαμφισβήτητη- ήταν θρυλική»(Shephard, 1954, σ. 54). Ωστόσο, ενώ σίγουρα μια αντιφατική προσωπικότητα που στην πορεία δεκαετιών άσκησε την τέχνη της επαναστατικής πειθαρχίας και ασπασμού της κομματικής γραμμής που συνεχώς άλλαζε, η Πάουκερ, παρ’ όλα αυτά, επέδειξε εκπληκτική αντίσταση στην επιβαλλόμενη από τους σοβιετικούς [σ.σ. θα ήταν λιγότερο ατεκμηρίωτο αν έλεγε «πίεση από κάποιους σοβιετικούς για»] βίαιη κολεκτιβοποίηση στη ρουμανική ηγεσία, μια αντίσταση που έχει αναφερθεί και για άλλους ηγέτες του ανατολικού συνασπισμού που καθαιρέθηκαν κατά τα μεταπολεμικά χρόνια (Brud, 1977, σ.σ.245-251), και μια αντίσταση που πράγματι μπορεί να αποτέλεσε έναν παράγοντα για την πτώση της. Ξεκάθαρα, ο σύνθετος ρόλος της Άνα Πάουκερ κατά το πρώτο κομμουνιστικό καθεστώς στη Ρουμανία χρειάζεται μια δεύτερη ματιά από αντικειμενικούς μελετητές.
Βιβλιογραφία
Brătescu, Tatiana και Brătescu, Gheorghe (1990) [η κόρη και ο θετός γιος της Πάουκερ] Συνέντευξη 11 Νοέμβρη 1990
Breban, losif (1994) [Ηγετικό στέλεχος της Αγροτικής Επιτροπής 1950-53] Συνέντευξη 16 Μάρτη 1994
Brucan, S. (1993) The Wasted Generation, Memoirs of the Romamian Journey from Capitalism to Socialism and Back, Boulder: Westview Press
Brus, W. (1977) “Stalinism and the Peoples’ Democracies,” in Tucker, T. (ed.) Stalinism. Essays inHistorical Interpretation. New York: W.W. Norton
Cohen. S. (1980) Bukharin and the Bolshevik Revolution. A Polifical Biography, 1888-1938, Oxford: Oxford University Press
Felix. Ida (1991) [Μέλος της κομματικής Κεντρικής Επιτροπής Ελέγχου, 1945-50, και διευθυντής στελεχών του Υπουργείου Εξωτερικών, 1950-52]: Συνέντευξη, 25 Ιούνη1991
Gaston Marin, Gheorghe (1991) [Προσωπικός Γραμματέας του Ντεζ, Υπουργός Ηλεκτρικής Ενέργειας και Ηλεκτρονικών Βιομηχανιών καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο]: συνέντευξη 27 Ιούνη 1991.
Gheorghiu-Dej. G. (1961) “Report of the Delegation of the Rumanian Workers’ Party to the 22nd Congress of the C.P.S.U. at the Plenary Meeting of the C.C. of the R.W.P., November 30 –December 5, l961.” Agerpres Informαtion Bulletin, 22-23, December 10, 1961
lonescu. G. (1964) Communism in Romania. ZY44-lY62. London: Oxford University Press
King. R: (1980) History of the Romanian Communist Party, Stanford: Hoover Institution Press
Manescu, Radu (19X9) [Deputy Finance Minister 19522195X.] Interview, August 28. 1989
Moghioroş, A. (1961) “Speech of Comrade Alexandru Moghioroş to the Plenary Meeting of the C.C. of the R.W.P., November 30-December 5, 1961,” Scînteia, 5380, December 16, 1961
Montias, J. (1967) Economic Development in Communist Rumania, Cambridge, MA: M.I.T. Press
Shafir, M. (1985) Romania, Politics, Economics and Society, Boulder: Frances Pinter
Shephard, G. (1954) Russia’s Danubian Empire, London: Heinemann
Spulber, N. (1958) “Collectivization in Hungary and Romania,” in Sanders, I. (ed.), Collectivization of Agriculture in Eastern Europe, University of Kentucky Press
Surpat, G. (1980) România în anii socialismului 1948-1978, Bucharest: Editura politic,,
Tismaneanu, V. (1984) “The Ambiguity of Romanran Communism,” Telos. 60, Summer 1984
Tismaneanu, V. (1989) “The Tragicomedy of Romanian Communism,” Eastern European Politics and Societies, 3 (2), Spring 1989
Toma. Ana (1990) [Προσωπική Γραμματέας της Πάουκερ 1944-1952. Αναπληρώτρια Υπουργός Εξωτερικών 1950-52], Συνέντευξη 16 Νοέμβρη 1990
Tudorache, Elena (1990) [Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ 1945-1948; Επικεφαλής του Τμήματος Ελαφράς Βιομηχανίας της Κεντρικής Επιτροπής 1948-1952] Συνέντευξη 10 Δεκέμβρη 1990.
Illam, A.(1973) Stalin, The Man and His Era, New York: Viking Press
Volokitina, T. V.. Murashko. G. P., and Noskova, A. F. (1993) Popular Democracy, Fact or Fiction? Moscow: Nauka Press
[1] «Για τη σταθερή ενδυνάμωση του Κόμματος», Scînteia, 3 Ιούνη 1952, αναδημοσιεύτηκε στο Έγγραφα σχετικά με τη Δεξιά Παρέκκλιση στο Ρουμανικό Εργατικό Κόμμα (Εκδοτικός Οίκος ΡΕΚ, Βουκουρέστι, σ.σ.36-50).
[2] Η Πάουκερ αποκάλυψε κάτι τέτοιο σε μια αυτοκριτική της που απηύθυνε στο Πολιτικό Γραφείο του ΡΕΚ στις 22 Σεπτέμβρη 1952, που έγινε διαθέσιμο για το συγγραφέα από το Αρχείο του ρουμανικού Υπουργείου Άμυνας.
[3] Πρακτικά από το Υπουργικό Συμβούλιο, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 7/1950, 20 Ιούλη 1950, σ.28
[4] Scînteia, 23 Φλεβάρη 1948.
[5] Μια παρόμοια διαμάχη για την κολεκτιβοποίηση είχε λάβει χώρα στην Ουγγαρία ακριβώς την ίδια περίοδο, που οδήγησε στην αποβολή του Ίμρε Νάγκυ απ΄το Πολιτικό Γραφείο του Κόμματος Ούγγρων Εργαζομένων, βλ. «Ιμρε Νάγκι- Παρατηρήσεις για το προσχέδιο των Κατευθυντηρίων Γραμμών της Οικονομικής Πολιτικής του ΟΚΚ», Ιstvan Feitl (εκδότης), Társadalmi Szemle, 7 Ιούλη 1988, σ.σ. 55-61, και ειδικότερα σ.σ. 60-61 (στα Ουγγρικά).
[6] Την περίοδο της συγγραφής μόνο τα αντίγραφα από τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου και ένα τμήμα των αρχείων της Κεντρικής Επιτροπής ήταν επίσημα διαθέσιμα για τους μελετητές. Δυστυχώς, ωστόσο, τα Πρακτικά των συνεδριάσεων του Πολιτικού Γραφείου και της Γραμματείας του παραμένουν κλειστά..
[7] Πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 9/1948, 30 Σεπτέμβρη 1948, σ.σ.79-80.
[8] Απόφαση της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ , 3-5 Μάρτη 1949, Εκδόσεις ΡΕΚ, Βουκουρέστι, σ.σ.28-29.
[9] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.σ.1-2.
[10] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ.49,106.
[11] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 268/1949, σ.σ.1-22, Φάκελος 270/1949, σ.σ.1-7, Φάκελος 272/1949, σ.σ.1-4, Φάκελος 275/1949, σ.σ. 1-4.
[12] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 270/1949, σ.σ.1-7.
[13] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 8/1949, 13 Σεπτέμβρη 1949, σ.σ.62-63.
[14] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.σ.3, Φάκελος 206/2950, σ.σ.130-131. Υπήρχε αξιόλογη αγροτική αντίσταση στην υποχρεωτική απόδοση ποσοστώσεων το 1949, αλλά δεν συσχετιζόταν με τη δημιουργία συλλογικών αγροκτημάτων. Αρχείο Ρουμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (SRI), Φάκελος 4638, σ.σ.35-39, 46-56, 80-90.
[15] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.49.
[16] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 73/1952, σ..284.
[17] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.4.
[18] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 268/1949, σ.14.
[19] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.4.
[20] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.σ.3-6.
[21] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196.
[22] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196, 246, Φάκελος 755/1952, σ. 6.
[23] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.6, Φάκελος 206/1950, σ.σ.40-41, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196.
[24] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 51/1951, σ.11, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196.
[25] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 73/1952, σ.130.
[26] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196.
[27] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.248.
[28] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 218/1951, σ.σ.53-54,89. Φάκελος 207/1950, σ.σ. 110-120.
[29] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.281.
[30] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 206/1950, σ.136.
[31] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 206/1950, σ.σ. 132-134, 136.
[32] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 206/1950, σ.σ. 44-47.
[33] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.σ.1-2.
[34] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 748/1952, σ.41, Φάκελος 75/1952, σ.90.
[35] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. σ. 192-196.
[36] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 207/1950, σ.σ. 128-137, Φάκελος 75/1952, σ.σ.192-196.
[37] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 207/1950, σ.σ. 128-137, Φάκελος 748/1952, σ.41, Φάκελος 755/1952, σ.7.
[38] Πρακτικά της Ανάκρισης της Άνα Πάουκερ από μια κομματική επιτροπή, 12 Ιούνη 1953, σ. 64. Πρακτικά της Ανάκρισης της Άνα Πάουκερ από μια κομματική επιτροπή, 18 Ιούνη 1956, σ. 10. Ο συγγραφέας ευχαριστεί τον καθηγητή Βλαντιμίρ Τισμανεάνου για τη διάθεση αυτών των εγγράφων.
[39] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 748/1952, σ.σ.9, 20, 41, Φάκελος 75/1952, σ.σ. 48, 94, 104.
[40] Αντίγραφα Πρακτικών Αγροτικού Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής, 28 Απρίλη 1951, Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 218/1951, σ.111.
[41] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ.4.
[42] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 748/1952, σ.4.
[43] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ.62,87, Φάκελος 748/1952, σ.4, Φάκελος 73/1952, σ.37.
[44] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 218/1951, σ.117, Φάκελος 75/1952, σ.σ. 72, 235, 306-307.
[45] Αντίγραφα Πρακτικών Αγροτικού Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής, 12 Μάρτη 1952, Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 28/1952, σ. 30.
[46] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ. 11, Φάκελος 74/1952, σ. 284.
[47] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ. 10.
[48] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 93/1951, σ.σ. 1-37, Φάκελος 51/1951, σ.σ. 9-10.
[49] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ. 10
[50] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 743/1952, σ. 74, Φάκελος 207/1950, σ.σ. 4, 7-8, Φάκελος 218/1951, σ. 41.
[51] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ. σ. 9-10. Φάκελος 748/1952, σ. 4.
[52] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 218/1951, σ. 115.
[53] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 755/1952, σ. 10
[54] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 748/1952, σ. 4.
[55] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 306.
[56] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 42-43, 75, 306.
[57] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 69/1951, σ. 89.
[58] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 17-18, Φάκελος 73/1952, σ. 24.
[59] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 28/1952, σ. 38.
[60] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 16-61, Φάκελος 748/1952, σ.σ. 22-30, Φάκελος 69/1951, σ. 96.
[61] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 73/1952, σ. 24,37.
[62] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 218/1951, σ. 111.
[63] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 743/1952, σ. 76, Φάκελος 75/1952, σ.σ. 101-102, 191.
[64] Αντίγραφα Πρακτικών του Αγροτικού Τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής, 12 Μάρτη 1952, Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 28/1952, σ. 30.
[65] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 73/1952, σ. 21, Φάκελος 754/1952, σ.59.
[66] Αντίγραφα Πρακτικών μιας συνεδρίασης ενός Αχτίφ της Κεντρικής Επιτροπής με μέλη του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, 5 Ιούνη 1952. Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 19/1952, σ. 21
[67] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 589/1952, σ. 11, 37, Φάκελος 711/1952, σ. 90.
[68] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 2/1951, 31 Μάρτη 1951, σ. 75.
[69] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 2/1951, 18 Δεκέμβρη 1951, σ. 129.
[70] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 4/1951, 20 Ιούνη 1951, σ.9.
[71] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 8/1951, 16 Οκτώβρη 1951, σ.σ.45-46.
[72] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 4/1951, 22 Ιούνη 1951, σ.41, Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 589/1952, σ. 17, Φάκελος 335/1952, σ.12.
[73] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 4/1951, 18 Ιούνη 1951, σ. 7.
[74] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 335/1952, σ. 12.
[75] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 5/1950, 22 Μάη 1950, σ.30.
[76] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 317.
[77] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 589/1952, σ. 36.
[78] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 589/1952, σ. σ.37-38.
[79] Αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 61/1951, σ. 130.
[80] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 9/1950, 29 Σεπτέμβρη 1950, σ. 28.
[81] Στο ίδιο, σ. 30
[82] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 9/1950, 19 Σεπτέμβρη 1950, σ.20.
[83] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 9/1950, 29 Σεπτέμβρη 1950, σ. σ. 30, 32.
[84] Στο ίδιο, σ. 29
[85] Η Αναπληρώτρια της Πάουκερ, Άνα Τόμα, κανόνισε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του Ντεζ στη Μόσχα, και της υποδείχτηκε να μη μιλήσει στην Πάουκερ περί του ταξιδιού (Τoma, 1990).
[86] Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 75.
[87] Στο ίδιο, σ. 347.
[88] Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 73/1952, σ. 21.
[89] Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ. 325.
[90] Οι Σοβιετικοί σύμβουλοι στο Αγροτικό Τμήμα ήταν οι Σεβτσένκο, Ποτίμκιν, Ζούμπκοφ, Μπομπόβνικοφ, Χομεάκοφ, Τομοσένκο και Βερετένικοφ. Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 75/1952, σ.σ. 23, 236. Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 11/1952, 23 Οκτώβρη 1952, σ. 67.
[91] «Η επιλογή, η κατάρτιση και η κατανομή των στελεχών- Διάλεξη της Άνα Πάουκερ στην Κομματική Σχολή Ζντάνοφ, 17 Απρίλη 1952», Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 74/1952, σ. 225-226.
[92] Συγκρινόμενη με την Πολωνία (3,5%), την Ουγγαρία (8,1%), την Τσεχοσλοβακία (19,0%), και τη Βουλγαρία (51,0%)(Spulber, 1958, σ. 70).
[93] Scînteia, 25 Ιούνη 1952. Η κλιμάκωση της αντι-κουλακικής καμπάνιας μετά την καθαίρεση της Πάουκερ επαληθεύεται και από τον Μănescu (1989).
[94] News from Behind the Iron Curtain, 1(10), Οκτώβρης 1952, σ. 3.
[95] Δελτίο Ρουμανικής Εθνικής Επιτροπής, 44, Νοέμβρης 1952, σ. 10.
[96] Όπως υπολογίστηκε από την Ελβετική (με έδρα τη Βασιλεία) εφημερίδα National Zeitung της 14ης Γενάρη 1953. Αναφέρεται στο Δελτίο Ρουμανικής Εθνικής Επιτροπής, 47, Φλεβάρης 1953, σ. 9.
[97] Scînteia, φ. 2385, 25 Ιούνη 1952.
[98] Αντίγραφα Πρακτικών Υπουργικού Συμβουλίου, Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας, Φάκελος 754/1952, 1η Σεπτέμβρη 1952, σ. 29.
[99] Αρχεία Κεντρικής Επιτροπής ΡΕΚ, Fond 1, Φάκελος 754/1952, σ.σ. 55-57.
[100] Αυτή η αναθεωρημένη κατηγορία εξαπολύθηκε για πρώτη φορά το 1955, όταν ο Ντεζ κατήγγειλε τους Πάουκερ, Λούκα και Γκεοργκέσκου για το «συνδυασμό μιας δεξιάς παρέκκλισης με μια αριστερίστικη τυχοδιωκτική γραμμή» με το «ποδοπάτημα της αρχής της εθελοντικής συμμετοχής των αγροτών στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της γεωργίας» (Ionescu, 1964, σ. 200). Από τότε, στην «αριστερίστικη τυχοδιωκτική γραμμή» δινόταν όλο και πιο μεγάλη έμφαση και σύντομα έγινε η αποκλειστική κατηγορία εναντίον της φράξιας της Πάουκερ.
σημείωση: το κείμενο μεταφράστηκε από τα αγγλικά και αναρτήθηκε στο Athens Indymedia στις 23/12/2009.

