Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Το αιφνιδιαστικό τέλος της «συνωμοσίας των γιατρών» («Ο άγνωστος Στάλιν»)


1 και 2 Μαρτίου 1953: το αιφνιδιαστικό τέλος της «συνωμοσίας

των γιατρών»


Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο άγνωστος Στάλιν», εκδόσεις Καστανιώτη

Σελίδες : 42 – 51



Στα τέλη Φεβρουάριου οι έρευνες για τη «συνωμοσία των γιατρών»
και τη «γεωργιανο-μινγκρελιανή συνωμοσία» πλησίαζαν
στην ολοκλήρωσή τους. Παρόλο που στην υπόθεση της Μινγκρε-
λίας είχαν συλληφθεί περισσότεροι άνθρωποι, η υπόθεση αυτή ε-
θεωρείτο ότι ήταν κυρίως τοπικής εμβέλειας, και η δίκη προγραμματιζόταν
να πραγματοποιηθεί στην Τιφλίδα. Ο Μπέρια ήταν
Μινγκρελιανός, οι περισσότεροι από τους συλληφθέντες ήταν προ-
στατευόμενοί του, μερικοί ήταν καλοί του φίλοι. Επομένως, κανένας
δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή αμφιβολία πως η περά-
τωση της υπόθεσης θα σηματοδοτούσε και το τέλος της δικής του
σταδιοδρομίας. Η «συνωμοσία των γιατρών» είχε πολύ ευρύτερες
επιπτώσεις, εξαιτίας του αντισημιτικού της απόηχου και της σημασίας
της για τις εθνικές σχέσεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ. Η καταδίκη
και η εκτέλεση διακεκριμένων γιατρών θα οδηγούσε αναπόφευκτα
σε μια άνευ προηγουμένου αντισημιτιχή εκστρατεία και
σε διεθνή κατακραυγή. Κάποιες πολύ διαδεδομένες φήμες μιλούσαν
για την πιθανότητα μαζικών εκτοπίσεων Εβραίων από τη Μόσχα
προς απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Αρκετοί ιστορικοί
έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι η «συνωμοσία των γιατρών»
συνδεόταν με την υποτιθέμενη πρόθεση του Στάλιν να προκαλέσει
έναν καινούργιο παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία
που να υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία.
θεωρείται γενικά δεδομένο ότι το αρχικό ερέθισμα για την υπόθεση
εναντίον των γιατρών το προσέφερε μια επιστολή της δό-
κτορος Λίντια Τιμασούκ, της καρδιολόγου του νοσοκομείου του
Κρεμλίνου, στο οποίο ισχυριζόταν ότι η θεραπεία που είχε παρα-

σχεθεί στο μέλος του Πολιτμπιρό Αντρέι Ζντάνοφ δεν ήταν η κατάλληλη.
Η ιστορία όμως είναι μάλλον πιο περίπλοκη. Στην «απόρρητη
ομιλία» του στο 20ό Συνέδριο, το Φεβρουάριο του 1956,
ο Χρουστσόφ, ωμά και εσκεμμένα, διαστρέβλωσε τα γεγονότα:
Ας θυμηθούμε όμως και την υπόθεση των γιατρών-σαμποτέρ
(βουητό έξαψης στην αίθουσα). [...] Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε
καν οποιαδήποτε τέτοια υπόθεση, εκτός από τη δήλωση της
γιατρού Τιμασούκ, η οποία πιθανόν επηρεάστηκε ή διατάχθηκε από
κάποιον (στο κάτω κάτω ήταν ανεπίσημη συνεργάτης των οργάνων
κρατικής ασφαλείας) να γράψει μια επιστολή στον Στάλιν
ισχυριζόμενη ότι γιατροί εφάρμοζαν ακατάλληλες μεθόδους ιατρικής
θεραπείας. Για τον Στάλιν, μια τέτοια επιστολή ήταν αρκετή
για να καταλήξει αμέσως στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν για-
τροί-σαμποτέρ στη Σοβιετική Ένωση. Έδωσε διαταγή να συλλη-
φθεί μια ομάδα από εξέχοντες Σοβιετικούς ειδικούς γιατρούς.
Τα πραγματικά γεγονότα είναι αρκετά διαφορετικά. Η επιστολή
της Τιμασούκ, η οποία δεν είχε αποδέκτη τον Στάλιν αλλά
τον επικεφαλής της Διεύθυνσης Φρουρών του ΜιΓκεΜπέ Βλάσικ,
γράφτηκε στις 29 Αυγούστου του 1948. Αφορούσε τη διάγνωση
της ασθένειας του Ζντάνοφ και δεν ήταν ανάρμοστη, αφού ο
Ζντάνοφ ήταν ακόμα ζωντανός εκείνη την εποχή. Ήταν ένα
γράμμα χειρόγραφο, συνταγμένο βιαστικά ύστερα από συμβουλή
του προσωπικού σωματοφύλακα του Ζντάνοφ, ταγματάρχη Μπέ-
λοφ. Στις 28 Αυγούστου 1948 ο Ζντάνοφ είχε υποστεί καρδιακή
προσβολή ενώ βρισκόταν σε διακοπές σε ένα σανατόριο της Κεντρικής
Επιτροπής στους λόφους Βαλντάι, βορειοδυτικά της Μόσχας.
Είχε ήδη πάθει μια θρόμβωση στεφανιαίας, στα τέλη του
1941, κι έτσι το πρόβλημα που είχε με την καρδιά του δεν ήταν
κάτι καινούργιο. Η Τιμασούκ κλήθηκε εσπευσμένα από τη Μόσχα
για να του κάνει καρδιογράφημα και να βγάλει διάγνωση. Η προκαταρκτική
αναφορά άλλων γιατρών μιλούσε απλώς για «καρδιακή
ανεπάρκεια», ενώ το ηλεκτροκαρδιογράφημα που έκανε η
Τιμασούκ έδειχνε εκτεταμένο έμφραγμα του μυοκαρδίου καθώς
και την ακριβή εντόπισή του. Με βάση αυτή τη διάγνωση υποδεί-

χθηκε στον Ζντάνοφ να παραμείνει αυστηρά κλινήρης και να αναπαύεται
Εντούτοις, οι κυριότεροι γιατροί που ασχολούνταν με
την υπόθεση -ο επικεφαλής του Τμήματος Ιατρικής και Σανατορίων
του Κρεμλίνου Πιχπρ Γεγκόροφ, ο αρχαιότερος καρδιολόγος
Βλαντίμιρ Βινογκράντοφ, ο καθηγητής Β.Κ. Βασιλένκο και ο
γιατρός που ήταν υπεύθυνος για τη θεραπεία Γ.Ι. Μαγιόροφ- α-
πέρριψαν τη διάγνωση της Τιμασούκ και αρνήθηκαν να τροποποιήσουν
την αγωγή που είχαν ήδη συστήσει στον ασθενή, επιτρέποντας
του να πηγαίνει για περιπάτους και στο σινεμά κ.λπ.
Στην επιστολή της η Τιμασούκ υπερασπιζόταν τη δική της διάγνωση,
επισυνάπτοντας ένα αντίγραφο του ηλεκτροκαρδιογραφήματος
για μια δεύτερη γνώμη και προειδοποιώντας ότι χωρίς
διαρκή κλινήρη ανάπαυση «η κατάληξη μπορεί να ήταν μοιραία
». Η διάγνωση της Τιμασούκ δεν καταγράφτηκε στο φάκελο
του ιστορικού. Δύο μέρες αργότερα, στις 31 Αυγούστου, και
καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι για να πάει στην τουαλέτα, ο
Ζντάνοφ πέθανε. Τα αποτελέσματα της νεκροψίας επιβεβαίωσαν
την αρχική διάγνωση της Τιμασούκ, αυτό όμως δεν δημοσιοποιήθηκε
στο επίσημο ανακοινωθέν που γνωστοποιούσε την ασθένεια
και το θάνατο του Ζντάνοφ. Ασφαλώς η Τιμασούκ ήταν εκείνη
που είχε δίκιο σε αυτή την ιατρική διαμάχη και η διάγνωση των
άλλων γιατρών ήταν λανθασμένη. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση
με το «να καταλήξει ο Στάλιν αμέσως σε συμπέρασμα», και δεν
είναι καν γνωστό αν ο Στάλιν είχε υπόψη του ή όχι την επιστολή
που είχε γράψει η Τιμασούκ το 1948. Σε αρκετές μελέτες της «συνωμοσίας
των γιατρών» διατυπώνεται η υπόθεση ότι ο Βλάσικ απομακρύνθηκε
το 1952 ακριβώς επειδή απέκρυψε το γράμμα της
Τιμασούκ. Ωστόσο, όλοι οι γιατροί που ανέφερε ήταν Ρώσοι και
ήταν σχεδόν αδύνατο να κατασκευαστεί μια «σιωνιστική συνωμοσία
» στη βάση αυτής της επιστολής.
Ολόκληρη η θεωρία της «σιωνιστικής συνωμοσίας» ενάντια
στην ηγεσία του Κόμματος επινοήθηκε από τον Στάλιν στα τέλη
του 1948, ως συνέχεια της εκστρατείας κατά του «κοσμοπολιτισμού
» που είχε αρχίσει το 1946. Δεκάδες άτομα συνελήφθησαν το
1949, θύματα αυτής της αντισημιτικής εκστρατείας, μαζί με όλα
σχεδόν τα μέλη της Εβραϊκής Αντιφασιστικής Επιτροπής, συμπε-

ριλαμβανομένης της συζύγου του Μόλοτοφ Πολίνα. Ο φημισμένος
Εβραίος θεατρικός σκηνοθέτης Σολομόν Μίχελς δολοφονήθηκε
στη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Μινσκ, τον Ιανουάριο
του 1948, σύμφωνα με ένα ειδικό σενάριο που είχε μηχανευτεί ο
Στάλιν. Η δολοφονία παρουσιάστηκε ως αυτοκινητικό ατύχημα
και είχε οργανωθεί προσωπικά από τον αναπληρωτή υπουργό
Κρατικής Ασφαλείας, Σεργκέι Ογκολτσόφ, και τον επικεφαλής
του τμήματος της Λευκορωσίας του ΜιΓκεΜπέ Λαβρέντι Τσανά-
βα. Η αντισημιτική εκστρατεία συνεχίστηκε σε όλη την περίοδο
1948-1952, με την «ανακάλυψη» ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού
συνωμοσιών. Όταν λίγο αργότερα ξεκίνησε η διερεύνηση της
γεωργιανο-μινγκρελιανής υπόθεσης, αρκετοί από τους κατηγορούμενους
υποχρεώθηκαν να καταθέσουν ότι ο Μπέρια έκρυβε
την εβραϊκή καταγωγή του. Ο Στάλιν εγκαινίασε το επεισόδιο της
«συνωμοσίας των γιατρών» τον Οκτώβριο του 1952, διατάσσο-
ντας τη σύλληψη του δόκτορα Γεγκόροφ, διευθυντή του νοσοκομείου
του Κρεμλίνου, την οποία ακολούθησαν η σύλληψη του
προσωπικού του γιατρού, καθηγητή Βινογκράντοφ, και ενός άλλου
γιατρού, του καθηγητή Βασιλένκο. Μόνο τότε ανασύρθηκε από
τα αρχεία η επιστολή της Τιμασούκ. Επίσης ο Στάλιν ήταν εκείνος
που επινόησε τη σιωνιστική πλευρά της «συνωμοσίας των
γιατρών». Ο Βίκτορ Αμπακούμοφ, που είχε διοριστεί το 1946, εξακολουθούσε
να είναι ο υπουργός όταν το ΜιΓκεΜπέ άρχισε τη
χάλκευση μιας γιγαντιαίας αμερικανο-σιωνιστικής συνωμοσίας.
Επισήμως ο Αμπακούμοφ ανέφερε απευθείας στον Στάλιν, επειδή
όμως ήταν επαγγελματίας τσεκίστας, ο Στάλιν φοβόταν ότι θα
μπορούσε να έχει μυστικές διασυνδέσεις με τον Μπέρια. Τον Ιούλιο
του 1951 ο Αμπακούμοφ συνελήφθη κατηγορούμενος ότι επιτρέπει
σε υπερβολικό αριθμό Εβραίων να καταλαμβάνουν ηγετικές
θέσεις στον κεντρικό μηχανισμό του ΜιΓκεΜπέ. Ο καινούργιος
υπουργός, ο Ιγκνάτιεφ, ήταν επαγγελματικό κομματικό στέλεχος
που είχε υπάρξει επικεφαλής του Τμήματος Στελεχών της
Κεντρικής Επιτροπής. Με το διορισμό του Ιγκνάτιεφ, ο Στάλιν απομάκρυνε
το υπουργείο από την επιρροή του Μπέρια, παρόλο
που ο Ιγκνάτιεφ έκανε πολύ λίγες αλλαγές στο προσωπικό και τα
περισσότερα επαγγελματικά στελέχη παρέμειναν ίδια.

Η υπόθεση της «συνωμοσίας των γιατρών» βρισκόταν υπό
διαμόρφωση όταν προστέθηκε η νέα σιωνιστική παράμετρος. Ακόμα
περισσότεροι γιατροί από το νοσοκομείο του Κρεμλίνσυ συ-
νελήφθησαν, ένας από τους οποίους ήταν ο Μίρον Βόβσν, αδελφός
του Σολομόν Μίχελς. Ολόκληρη η υπόθεση ήταν μια εξαιρετικά
χοντροκομμένη σκευωρία, που βασιζόταν στη «μαρτυρία»
του Γιάκοφ Έτινγκερ, ενός γιατρού που πέθανε από βασανιστήρια
και ήταν επομένως αδύνατο να επιβεβαιώσει την κατάθεσή
του στο δικαστήριο.
Στις 13 Ιανουαρίου η Πράβντα έγραψε ότι τα όργανα ασφαλείας
είχαν ξεσκεπάσει «μια ομάδα τρομοκρατών γιατρών, που
σχέδιαζαν να συντομεύσουν τη ζωή δραστήριων δημόσιων προσώπων
της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιώντας σαμποταρισμέ-
νες ιατρικές θεραπείες», και από εκεί και ύστερα η «συνωμοσία
των γιατρών» απλώς συνδέθηκε με παλιότερες αντισημιτικές υποθέσεις.
Το ρεπορτάζ κατονόμαζε τους Εβραίους γιατρούς που υποτίθεται
ότι είχαν στρατολογηθεί από τη διεθνή εβραϊκή μπουρ-
ζουαδο-εθνικιστική οργάνωση «Τζόιντ». Ανάμεσα στους συλλη-
φθέντες γιατρούς βρίσκονταν και κάποιοι που στην πραγματικότητα
ήταν Ρώσοι, και μάλλον διαπρεπείς, τους οποίους συνέδεσαν
με άλλες οργανώσεις. Για τον πρώην προσωπικό γιατρό του Στάλιν,
τον καθηγητή Βινογκράντοφ, και τον επικεφαλής της ιατρικής
υπηρεσίας του Κρεμλίνσυ, δρ Γεγκόροφ, ειπώθηκε ότι ήταν επί
πολλά χρόνια πράκτορες της βρετανικής Ιντέλιτζενς Σέρβις.
Αυτές οι εντελώς παράλογες κατηγορίες αποτέλεσαν τη βάση
για μια άνευ ορίων και όλο και πιο υστερική σταυροφορία μέσω
του Τύπου, και ιδιαίτερα της Πράβντα. Κάθε μέρα οι σημαντικότερες
εφημερίδες δημοσίευαν κάποια είδηση ή κάτι άλλο που εξέθετε
την υπονομευτική δραστηριότητα των αμερικανικών, βρετανικών,
ισραηλινών και διαφόρων άλλων μυστικών υπηρεσιών
στη Σοβιετική Ένωση. Τα προφανή σημάδια ενός αρχόμενου πο-
γκρόμ είχαν δημιουργήσει ανησυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Η
Κυριακή 1η Μαρτίου, όμως, επρόκειτο να είναι η τελευταία ημέρα
αυτής της αντισημιτικής, αντιδυτικής σφοδρής επίθεσης. Εκείνη
τη μέρα μπορούσε ακόμα να διαβάσει κανείς στις εφημερίδες
για τις «αποστολές κατασκόπων, σαμποτέρ, δολιοφθορέων και

δολοφόνων στην ΕΣΣΔ» ή για τις «σιωνιστικές οργανώσεις που
χρησιμοποιούνταν για κατασκοπευτικές δραστηριότητες» ή για
το πώς η εβραϊκή οργάνωση «Τζόιντ» υλοποιούσε τις πράξεις κατασκοπίας
και σαμποτάζ. Όμως, τη Δευτέρα 2 Μαρτίου ούτε η
Πράβντα ούτε καμία άλλη κεντρική εφημερίδα περιείχε την παραμικρή
αντισημιτική παρατήρηση ούτε κανένα άλλο ίχνος αντι-
σιωνιστικού υλικού. Τις μέρες που ακολούθησαν επίσης δεν εμφανίστηκε
τίποτα παρόμοιο στις εφημερίδες. Η αντισημιτική εκστρατεία
είχε τελειώσει.
Στη Σοβιετική Ένωση, οι εθνικής κυκλοφορίας εφημερίδες
στοιχειοθετούνταν το βράδυ της προηγούμενης από την κυκλοφορία
τους μέρας. Ο διευθυντής υπέγραφε τα δοκίμια αφού ολόκληρο
το κείμενο είχε εξεταστεί από το λογοκριτή, και κατά τη διάρκεια
της νύχτας ειδικά αεροπλάνα μετέφεραν τη στοιχειοθεσία
στις πρωτεύουσες των δημοκρατιών και σε άλλες μεγάλες πόλεις,
όπου οι εφημερίδες όπως η Πράβντα ή η Ιζβέστια εμφανίζονταν
στο δρόμο ή έφταναν στους συνδρομητές μόνο λίγες ώρες αργότερα
απ’ ό,τι στη Μόσχα. Η μοσχοβίτικη έκδοση ήταν έτοιμη στις
6:00 π.μ. και η διανομή στους συνδρομητές γινόταν με το πρωινό
ταχυδρομείο. Αυτό σημαίνει ότι η εντολή να διακοπεί η αντισημι-
τική, αντιαμερικανική εκστρατεία, που συνδεόταν με την επερχό-
μενη δίκη, πρέπει να είχε φτάσει στους διευθυντές των εφημερίδων
και στο όργανο της λογοκρισίας, την Γκλαβλίτ, το αργότερο νωρίς
το απόγευμα της 1ης Μαρτίου. Ανάλογες οδηγίες θα έπρεπε να είχαν
σταλεί στην κρατική τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Στην πραγματικότητα,
οι απαραίτητες οδηγίες θα έπρεπε να φτάσουν, όχι
μόνο στους διευθυντές της Πράβντα και της Ιζβέστια, αλλά και σε
όλους τους διευθυντές όλων των μέσων μαζικής επικοινωνίας καθώς
και στους καθοδηγητές και τους προπαγανδιστές σε όλα τα επίπεδα
του Κόμματος. Μία μόνο υπηρεσία θα ήταν σε θέση να βάλει
ένα τόσο απότομο τέλος σε αυτή την τόσο μαζική προπαγανδιστική
εκστρατεία που εξελισσόταν ήδη με τόσο μεγάλη κεκτημένη
ταχύτητα. Μια τέτοια δουλειά μπορούσε να την κάνει μόνο το
Τμήμα Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας [Αγκιτπρόπ] της Κεντρικής
Επιτροπής - το ίδιο σώμα που είχε προηγουμένως κατευθύνει
και συντονίσει όλη αυτή την εκστρατεία.

Ένας από τους πρώτους συγγραφείς που έχουν υποστηρίξει ότι
ο Στάλιν δολοφονήθηκε από τον Μπέρια, ο Αμπντουραχμάν Α-
φτορχάνοφ, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ξαφνική απουσία αντι-
σημιτικού υλικού στον Τύπο της 2ας Μαρτίου. Το γεγονός αυτό
του προσέφερε την κύρια ένδειξη για τη θεωρία του ότι ο Στάλιν
δολοφονήθηκε τη νύχτα της 1ης Μαρτίου, με βάση μια συνωμοσία
στην οποία συμμετείχαν όλα τα μέλη του «κουαρτέτου» που
πήραν μέρος στον τελευταίο «μυστικό δείπνο».
Την 1η Μαρτίου, η εξουσία βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια του
κουαρτέτου. [...] Η αντικειμενική απόδειξη αυτού του γεγονότος
έγκειται στο αιφνίδιο τέρμα που τέθηκε στην εκστρατεία ενάντια
στους «εχθρούς του λαού», στην Πράβντα της 1ης και 2ας Μαρτίου.

Ο Αφτορχάνοφ έχει βέβαια δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι την 1η
Μαρτίου συντελέστηκε μια αλλαγή στην κομματική και κρατική
πολιτική, η οποία αντικατοπτριζόταν στον Τύπο της 2ας Μαρτίου.
Ωστόσο, ούτε ο Μπέρια ούτε ο Χρουστσόφ είχαν κάποιο άμεσο
δίαυλο επιρροής ολόκληρου του δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Μόνο ένα πρόσωπο, ο γραμματέας Ιδεολογίας της Κεντρικής
Επιτροπής, ο Μιχαήλ Σούσλοφ, μπορούσε να έχει οργανώσει
την εφαρμογή μιας γενικής οδηγίας από το Τμήμα Αγκιτ-
πρόπ, ενώ η οδηγία προς την Γκλαβλίτ μπορούσε να προέρχεται
μόνο από τον Ιγκνάτιεφ, τον υπουργό Κρατικής Ασφαλείας. Η υπηρεσία
λογοκρισίας της ΕΣΣΔ, λειτουργώντας ως ένα σύστημα
που εμπόδιζε τη δημοσίευση κρατικών μυστικών, παρελάμβανε
διαρκώς επικαιροποιημένους καταλόγους με απαγορευμένα ζητήματα
και περιεχόμενα, τους οποίους συνέτασσαν τα όργανα κρατικής
ασφαλείας σε συνεργασία με το Τμήμα Αγκιτπρόπ. Δεν υπήρχε
τρόπος να εκδώσει κανείς μια γενική οδηγία προς τον Τύπο και
τη λογοκρισία χωρίς την εμπλοκή του Σούσλοφ και του Ιγκνάτιεφ.
Το Νοέμβριο του 1952, ο Ντμίτρι Σεπίλοφ, που είχε υπάρξει κάποτε
στενός συνεργάτης του Ζντάνοφ, διορίστηκε διευθυντής της
Πράβντα. Με βάση διαταγή του Μαλενκόφ, ο Σεπίλοφ είχε απομακρυνθεί
την εποχή της «υπόθεσης του Λένινγκραντ», το 1950, από
όλες τις θέσεις που κατείχε και είχε περάσει αρκετούς μήνες χω-

ρίς δουλειά, περιμένοντας τη σύλληψή του. Ο Στάλιν ήταν εκείνος
που τον επανέφερε στο μηχανισμό της Κεντρικής Επιτροπής, όταν
προετοίμαζε την αναδιοργάνωση ολόκληρου του ιδεολογικού συστήματος.
Ο Στάλιν ήταν αποφασισμένος να προωθήσει μορφωμένους
μαρξιστές στην ηγεσία του Κόμματος, πράγμα που θα σήμαι-
νε ότι οι διευθυντές-διαχειριστές, συμπεριλαμβανομένων όλων
των μελών του στενότερου κύκλου του, θα ανελάμβαναν υποδεέστερο
ρόλο. (Ο Μαλενκόφ, όταν συνειδητοποίησε αυτό το γενικότερο
σχέδιο, διέταξε αμέσως να τοποθετήσουν καινούργια ράφια
στο γραφείο του, στο κτήριο της Κεντρικής Επιτροπής, και έβαλε
να του τα γεμίσουν με περισσότερους από 700 τόμους φιλοσοφίας,
πολιτικής οικονομίας και ιστορίας.)
Εξακολουθούμε να μην έχουμε τρόπο να μάθουμε πώς ακριβώς
σταμάτησε η αντισημιτική εκστρατεία την 1η Μαρτίου ή ποιος
ήταν τελικά υπεύθυνος γι’ αυτό. Στα απομνημονεύματά του, που
δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του, ο Σεπίλοφ αποφεύγει εντελώς
το ερώτημα, παρόλο που είναι ο ίδιος που θα είχε λάβει οποιαδήποτε
σχετική οδηγία, ως διευθυντής της Πράβντα. Είναι ωστόσο
σαφές ότι ο τερματισμός της προπαγανδιστικής εκστρατείας συνδεόταν
με την απόφαση να εγκαταλειφθούν οι προετοιμασίες για
τη δίκη των γιατρών. Η ουσιαστική διαταγή μπορούσε να προέρχεται
μόνο από τον Ιγκνάτιεφ. Υπάρχει όμως και η περίπτωση ο
ίδιος ο Στάλιν να είχε δώσει αυτή την εντολή στις 27 ή 28 Φεβρουάριου.
Μια ένδειξη για το ότι ο Στάλιν μπορεί να σκεφτόταν
αυτή την επιλογή αποτελεί το γεγονός ότι το Φεβρουάριο προετοιμαζόταν
κατ’ εντολή του μια ειδική επιστολή προς την Πράβντα,
υπογραμμένη από μια σειρά από διαπρεπείς Εβραίους της
Σοβιετικής Ένωσης.
Σεμιόν Ιγκνάτιεφ: ο οργανωτής τον τρόμου σώζει το κεφάλι τον
Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1952 ο Στάλιν είχε καλέσει αρκετές
φορές τον Ιγκνάτιεφ στο Κρεμλίνο. Πιθανότατα τον είχε
προσκαλέσει και στην ντάτσα, όπου μπορούσαν να λαμβάνουν
χώρα πιο εμπκπευτικές συνομιλίες, μακριά από μάρτυρες. Στις 3

Νοεμβρίου 1952, ο Στάλιν είχε συνάντηση με τον Ιγκνάτιεφ και
τους δύο πρώτους βοηθούς του, τον Σεργκέι Γκογκλίτζε και τον
Βασίλι Ριασνόι, στην οποία συμμετείχε και ο Μιχαήλ Ριούμιν, επικεφαλής
του Τμήματος Ερευνών του ΜιΓκεΜπέ. Συνομίλησαν
για περίπου δύο ώρες. Σύμφωνα με τον Σουντοπλάτοφ, ο οποίος
εκείνη την εποχή διηύθυνε ένα από τα τμήματα του ΜιΓκεΜπέ, ο
Στάλιν ήταν εξαιρετικά επικριτικός για την υπόθεση της «συνωμοσίας
των γιατρών» έτσι όπως είχε προετοιμαστεί από τον Ριούμιν,
θεωρώντας την πρωτόγονη και μη πειστική. Ύστερα από εντολή
του Στάλιν, ο Ριούμιν απομακρύνθηκε και τέθηκε σε διαθεσιμότητα
στις 14 Νοεμβρίου. Ο Στάλιν αποφάσισε τότε να ανα-
διαμορφώσει ο ίδιος το «σενάριο». Όλοι οι Εβραίοι τσεκίστες που
δούλευαν στον κεντρικό μηχανισμό του ΜιΓκεΜπέ, γύρω στα
τριάντα άτομα, συνελήφθησαν. Σε αυτό το κύμα συλλήψεων κλείστηκε
στη Λσυμπιάνκα και ο Αντρέι Σβερντλόφ, συνταγματάρχης
του ΜιΓκεΜπέ και γιος του Γιάκοφ Σβερντλόφ, του πρώτου αρχηγού
του σοβιετικού κράτους. Σε ένα δεύτερο στάδιο, η «συνωμοσία
» που είχαν οργανώσει οι Εβραίοι γιατροί θα επεκτεινόταν
σε μια γενικευμένη «σιωνιστική συνωμοσία». Ο Ιγκνάτιεφ και ο
Γκογκλίτζε, ο βοηθός του, ανέλαβαν να ενορχηστρώσουν αυτό
που επρόκειτο να αποτελέσει ένα πογκρόμ σε μαζική κλίμακα.
Στις 5 Μαρτίου 1953, το ΜιΓκεΜπέ και το ΜιΒεΝτέ συνενώθηκαν
σε ένα υπουργείο, επικεφαλής του οποίου θα αναλάμβανε
ο Μπέρια. Το πρώτο πρόσωπο που αφέθηκε ελεύθερο από τη φυλακή
ήταν η σύζυγος του Μόλοτοφ, η Πολίνα. Αυτό συνέβη την
ημέρα της κηδείας του Στάλιν, που ήταν επίσης και η ημέρα των
γενεθλίων του Μόλοτοφ για τα εξήντα τρία του χρόνια. Οι συλ-
ληφθέντες γιατροί απελευθερώθηκαν και αποκαταστάθηκαν σύντομα,
ακολούθησαν και άλλοι, ενώ οι οργανωτές ολόκληρης αυτής
της επινοημένης εκστρατείας συνελήφθησαν, συμπεριλαμβανομένων
του Ριούμιν και του Ογκολτσόφ. Από πρόσφατα δημοσιευμένα
ντοκουμέντα που αφορούν τις δραστηριότητες του Μπέρια,
φαίνεται ότι καθεμία από αυτές τις συλλήψεις εγκρινόταν από
το Πρεζίντιουμ της Κεντρικής Επιτροπής. Σε ένα σημείωμα
σχετικά με τη «συνωμοσία των γιατρών», γραμμένο για το Πρεζί-
ντιουμ, ο Μπέρια απαιτούσε να προσαχθούν ενώπιον της δίκαιο-

σύνης τόσο ο Ιγκνάτιεφ όσο και ο Ριασνόι, για παραβίαση των
νομικών κανόνων και για χάλκευση ψευδών κατηγοριών. Εντούτοις
το Πρεζίντιουμ, για λόγους που ποτέ δεν αποκαλύφθηκαν,
δεν ενέκρινε τη σύλληψη του Ιγκνάτιεφ και του Ριασνόι. Ο Ιγκνάτιεφ,
βέβαια, απαλλάχτηκε από τη θέση του γραμματέα της Κεντρικής
Επιτροπής. Πήρε διαταγή «να παρουσιάσει τις εξηγήσεις
του ενώπιον του Πρεζίντιουμ της Κεντρικής Επιτροπής σχετικά
με την πλαστογράφηση στοιχείων και την πιο ωμή διαστρέβλωση
της σοβιετικής νομοθεσίας από το ΜιΓκεΜπέ». Εν πάση περι-
πτώσει, ο Ιγκνάτιεφ παρέμεινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής
και από το Κόμμα τιμωρήθηκε μόνο με μια μομφή για «έλλειψη επαγρύπνησης
». Κατόπιν του δόθηκε η θέση του πρώτου γραμματέα
της κομματικής επιτροπής της Μπασκιρίας και δύο χρόνια
αργότερα μετατέθηκε σε αντίστοιχη θέση στην επαρχία της Τατα-
ρίας. Επιλέχθηκε ως αντιπρόσωπος στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ
και βοήθησε τον Χρουστσόφ να προετοιμάσει την ομιλία του περί
«προσωπολατρίας», στην οποία παρουσιάστηκε ως ένα από τα
θύματα του Στάλιν, μάλλον, παρά ως εκτελεστής των πολιτικών
του. Ο Ιγκνάτιεφ πέθανε σε ηλικία εβδομήντα εννέα χρόνων, έχοντας
δεχτεί το 1974 τις συνήθεις παρασημοφορήσεις στα εβδομηκοστά
του γενέθλια. Το γεγονός ότι ο Ιγκνάτιεφ αντιμετωπίστηκε
κατ’ αυτόν τον τρόπο και κατάφερε να επιβιώσει αλώβητος
από όλες τις κομματικές εκκαθαρίσεις δείχνει ότι απήλαυε της
προστασίας όχι μόνο του Χρουστσόφ αλλά και του Σούσλοφ.