Πρώτη καταχώρηση: Πέμπτη, 23 Αυγούστου 2018, 18:35
http://www.zougla.gr/blog/article/1613910
Αναδημοσίευση του "Pirate" από το βιβλίο του Λούντο Μάρτενς.
Ο Σολζενίτσιν
Θέλουμε να ανοίξουμε εδώ μια σύντομη παρένθεση για το έργο του Σολζενίτσιν. Ο άνθρωπος αυτός έγινε η επίσημη φωνή του 5% των τσαρικών, των αστών, των κερδοσκόπων, των κουλάκων, των προαγωγών, των μαφιόζων και των βλασοφικών που δίκαια διώχτηκαν από τη σοσιαλιστική εξουσία.
Ο Σολζενίτσιν, αυτός ο τσαρικός λογοτέχνης, έζησε ένα απάνθρωπο δίλημμα στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Σοβινιστής καθώς ήταν, απεχθανόταν τους Γερμανούς κατακτητές. Όμως, μισούσε το σοσιαλισμό με ασύγκριτα πιο άγριο πάθος. Γι' αυτό, έκανε στοργικές σκέψεις για το στρατηγό Βλάσοφ, τον πιο διαβόητο συνεργάτη των ναζί. Αν ο Σολζενίτσιν αποδοκίμαζε κάπως το φλερτ του Βλάσοφ με τον Χίτλερ, χαιρέτιζε ωστόσο θερμά το μίσος του για τον μπολσεβικισμό.
Αφότου αιχμαλωτίστηκε, ο στρατηγός Βλάσοφ πρόδωσε την πατρίδα συνεργαζόμενος με τους ναζί. Ο Σολζενίτσιν πασχίζει να εξηγήσει και να δικαιολογήσει την προδοσία του πρώην διοικητή της 2ης Στρατιάς. Γράφει:
«Η 2η Στρατιά κρούσης βρίσκεται σε βάθος 75 χιλιομέτρων μέσα στις γραμμές του γερμανικού στρατού! Και εκείνη τη στιγμή είναι που οι τυχοδιώκτες του Γ ενικού Επιτελείου βρέθηκαν να μη διαθέτουν καθόλου αποθέματα σε άντρες και εφόδια. Ο στρατός έμεινε χωρίς ανεφοδιασμό και, παρ' όλ’ αυτά, δε δόθηκε στον Βλάσοφ η έγκριση να υποχωρήσει. (...). Ασφαλώς, υπήρξε προδοσία απέναντι στην πατρίδα! Ασφαλώς, υπήρξε εγωιστική και δόλια εγκατάλειψη. Όμως, από την πλευρά του Στάλιν. Απειρία και αμέλεια ως προς την προετοιμασία του πολέμου, σύγχυση και δειλία ως προς τη διεύθυνσή του, παράλογη θυσία στρατευμάτων και σωμάτων στρατού, με μοναδικό σκοπό τη διαφύλαξη της στραταρχικής του στολής - θα μπορούσε να υπάρξει πιο πικρή προδοσία από την πλευρά ενός ανώτατου στρατιωτικού διοικητή;».
Έτσι, ο Σολζενίτσιν αναλαμβάνει να υπερασπίσει τον προδότη Βλάσοφ απέναντι στον Στάλιν. Ας δούμε μια στιγμή τι πραγματικά συνέβη στις αρχές του 1942.
Διάφορα Σώματα Στρατού είχαν πάρει την εντολή να σπάσουν το γερμανικό αποκλεισμό του Λένινγκραντ. Αρκετά γρήγορα όμως, η επίθεση βάλτωσε και ο διοικητής του Μετώπου, ο Χόζιν, πήρε εντολή από το Γενικό Επιτελείο του Στάλιν να αποσύρει το στρατό του Βλάσοφ. Ο στρατάρχης Βασιλέφσκι γράφει:
«Ο Βλάσοφ, που δε διακρινόταν για τις μεγάλες διοικητικές ικανότητάς του και ήταν από τη φύση του ιδιαίτερα ασταθής και μικρόψυχος, παρέμενε σε πλήρη αδράνεια. Δεν έπαιρνε καμιά πρωτοβουλία για να βοηθήσει τα στρατεύματά του να επιχειρήσουν μια γρήγορη και διακριτική οπισθοχώρηση. (...) Μπορώ να επιβεβαιώσω, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη, την αγωνία που εκδήλωνε κάθε μέρα ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής, ο Στάλιν, για την τύχη της 2ης Στρατιάς κρούσης, και τα μέτρα που θα μπορούσαν να παρθούν, ώστε να της προσφερθεί κάθε δυνατή βοήθεια, όπως μαρτυρούν μια σειρά γραπτές οδηγίες, τις οποίες υπαγόρευσε σ’ εμένα προσωπικά ο ίδιος ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής».
Ο Βλάσοφ πέρασε με το μέρος του εχθρού την ώρα που ένα σημαντικό τμήμα του στρατού του κατόρθωσε να διασπάσει το γερμανικό κλοιό και να διαφύγει.
Ρώσοι κατατάχτηκαν στο ναζιστικό στρατό για να πολεμήσουν το σοβιετικό λαό; Μα, λέει ο Σολζενίτσιν, είναι το εγκληματικό καθεστώς του Στάλιν που τους ώθησε!
«Μόνο το έσχατο όριο, το αποκορύφωμα της απελπισίας, το ακόρεστο μίσος προς το σοβιετικό καθεστώς τους είχαν οδηγήσει στις “μονάδες Βλάσοφ” της Βέρμαχτ».
Εξάλλου, λέει ο Σολζενίτσιν, οι βλασοφικοί συνεργάτες ήταν μάλλον αντικομμουνιστές παρά φιλοναζί.
«Μόλις το φθινόπωρο του 1944 άρχισαν να συγκροτούνται καθαρά βλασοφικές και αμιγώς ρωσικές μεραρχίες. Η πρώτη και τελευταία πράξη ανεξαρτησίας των βλασοφικών αυτών μεραρχιών ήταν να καταφέρουν ένα πλήγμα... στους Γερμανούς! Ο Βλάσοφ διέταξε τις μεραρχίες του να περάσουν απ’ την πλευρά των εξεγερμένων Τσέχων».
Πρόκειται για το παραμύθι που πούλησαν όλοι οι εγκληματίες ναζί των διαφόρων εθνικοτήτων: παραμονές της ήττας των Γερμανών φασιστών, όλοι ανακάλυψαν στον εαυτό τους μια κλίση προς «τον πατριωτισμό και την ανεξαρτησία» και θυμήθηκαν την «αντίστασή» τους στους Γερμανούς, για να βρουν προστασία κάτω από τα φτερά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού!
Ο Σολζενίτσιν δεν προσάπτει στους Γ ερμανούς ότι ήταν φασίστες, αλλά ότι ήταν ανόητοι και κοντόφθαλμοι φασίστες. Αν ήταν έξυπνοι, οι Γερμανοί ναζί θα είχαν αναγνωρίσει την αξία των Ρώσων συντρόφων τους στα όπλα και θα τους είχαν αναγνωρίσει μια κάποια αυτονομία.
«Κοντόφθαλμοι και αλαζόνες, οι Γερμανοί (τους βλασοφικούς) τους επέτρεψαν μόνο να πεθάνουν για το Ράιχ, χωρίς να τους επιτρέψουν να αναλογιστούν ένα ανεξάρτητο ρωσικό πεπρωμένο».
Ο πόλεμος μαινόταν ακόμα και ο ναζισμός απείχε πολύ απ’ το να ηττηθεί οριστικά, όταν ο Σολζενίτσιν άρχισε να οικτίρει τους συλληφθέντες βλασοφικούς εγκληματίες για την «απάνθρωπη» μοίρα τους! Περιγράφει μια σκηνή μετά την εκκαθάριση ενός ναζιστικού θύλακα στο σοβιετικό έδαφος.
«Είδα έναν άντρα πεζό, ντυμένο μ’ ένα γερμανικό παντελόνι, γυμνό από τη μέση και πάνω, όλο αίματα στο πρόσωπο, στο στήθος, στους ώμους και στην πλάτη. Μιλώντας με άψογη ρωσική προφορά, μου φώναξε να τον βοηθήσω. Ενας λοχίας τον ανάγκαζε να προχωράει, μαστιγώνοντάς τον. Ε, λοιπόν, φοβήθηκα να υπερασπίσω αυτόν το βλασοφικό απέναντι στο λοχία των Ειδικών Δυνάμεων. (...) Η εικόνα αυτή έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου. Γιατί είναι σχεδόν το σύμβολο του Αρχιπελάγους Γκούλαγκ, θα μπορούσε να κοσμήσει το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου».
Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τον Σολζενίτσιν γι’ αυτή τη συγκλονιστική ομολογία: ο άνθρωπος που θα ενσάρκωνε κατά τον καλύτερο τρόπο τα «εκατομμύρια θύματα του σταλινισμού» είναι συνεργάτης των ναζί!
Μια παράνομη αντικομμουνιστική οργάνωση στον Κόκκινο Στρατό
Οι εκκαθαρίσεις στον Κόκκινο Στρατό παρουσιάζονται συχνά ως πράξεις τυφλής καταστολής, που σημαδεύτηκαν από την παραφροσύνη και την αυθαιρεσία. Υποστηρίζεται ότι επρόκειτο για εξ ολοκλήρου χαλκευμένες υποθέσεις που σκοπό είχαν να διασφαλίσουν την προσωπική δικτατορία του Στάλιν.
Ποια όμως ήταν η πραγματικότητα;
‘Ενα συγκεκριμένο και εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ορισμένες ουσιαστικές πλευρές της.
Ένας συνταγματάρχης του σοβιετικού στρατού, ο Γκ. Α. Τοκάγεφ, πέρασε στην πλευρά των Άγγλων το 1948. Έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Σύντροφος X, πραγματικό χρυσωρυχείο γι’ αυτόν που επιζητεί να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα της πάλης μέσα στο Κόμμα των μπολσεβίκων.
Μηχανολόγος μηχανικός, ειδικευμένος στην αεροναυτική, ο Τοκάγεφ διετέλεσε, από το 1937 ως το 1948, πολιτικός γραμματέας του μεγαλύτερου κλάδου του Κόμματος, της Αεροπορικής Ακαδημίας Ζουκόφσκι. Συγκαταλεγόταν, επομένως, στα ανώτερα στελέχη.
Όταν μπήκε στο Κόμμα το 1931, σε ηλικία 22 χρόνων, ο Τοκάγεφ ήταν ήδη μέλος μιας παράνομης αντικομμουνιστικής οργάνωσης. Επικεφαλής της οργάνωσής του βρισκόταν ένας ανώτερος αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού, ευυπόληπτο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του μπολσεβίκικου Κόμματος, αυτός που ο Τοκάγεφ αποκαλεί Σύντροφο X. Η παράνομη ομάδα πραγματοποιούσε μυστικές συσκέψεις, υιοθετούσε αποφάσεις και έστελνε ειδικούς απεσταλμένους σε όλη τη χώρα.
Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1956, αναπτύσσει τις πολιτικές ιδέες της παράνομης ομάδας του.
Η ανάγνωση των κυριότερων σημείων του πολιτικού προγράμματος αυτής της οργάνωσης είναι άκρως διαφωτιστική.
Ο Τοκάγεφ παρουσιάζεται πρώτα απ’ όλα ως «φιλελεύθερος και επαναστάτης δημοκράτης».
Ήμασταν, βεβαιώνει, «οι εχθροί κάθε ανθρώπου που σκεφτόταν να διαιρέσει τον κόσμο σε “εμείς” και “αυτοί”, σε κομμουνιστές και αντικομμουνιστές».
Η ομάδα του Τοκάγεφ «διακηρύσσει το ιδανικό της παγκόσμιας αδελφοσύνης» και «θεωρεί το χριστιανισμό ως ένα από τα μεγάλα συστήματα πανανθρώπινων αξιών».
Η ομάδα Τοκάγεφ είναι υπέρμαχη του αστικού καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε από την επανάσταση του Φλεβάρη.
«Η επανάσταση του Φλεβάρη αντιπροσώπευε τουλάχιστον μια μικρή σπίθα δημοκρατίας που μαρτυρούσε μια υπολανθάνουσα πίστη στη δημοκρατία για τον απλό άνθρωπο».
Μέσα στην ομάδα Τοκάγεφ κυκλοφορεί η εφημερίδα των μενσεβίκων που εκδίδεται στο εξωτερικό, η Σοτσιαλιστίτσεσκι Βέ-στνικ, και το βιβλίο του μενσεβίκου Γ. Αάρονσον Η αυγή της κόκκινης τρομοκρατίας.Ο Τοκάγεφ αναγνωρίζει τη συγγένεια ανάμεσα στην αντικομμουνισπκή του οργάνωση και στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία.
«Το επαναστατικό δημοκρατικό κίνημα συγγενεύει με τους δημοκρατικούς σοσιαλιστές. Είχα στενή συνεργασία με πολλούς πεισμένους σοσιαλιστές, όπως ο Κουρτ Σούμαχερ. Ονόματα όπως Άτλι, Μπέβιν, Σπάακ και Μπλουμ σημαίνουν κάτι για την ανθρωπότητα».
Ο Τοκάγεφ αγωνίζεται επίσης για τα «ανθρώπινα δικαιώματα» όλων των αντικομμουνιστών.
«Για μας, δεν υπήρχε πιο σημαντικό και πιο επείγον καθήκον για την ΕΣΣΔ από τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για το άτομο»/
Ο πολυκομματισμός και η διάσπαση της ΕΣΣΔ σε ανεξάρτητες δημοκρατίες είναι δύο ουσιαστικά σημεία του προγράμματος των συνωμοτών.
Η ομάδα του Τοκάγεφ, που η πλειονότητα των μελών της ήταν προφανώς εθνικιστές από την περιοχή του Καυκάσου, είχε εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη της για ένα σχέδιο του Ενουκίτζε που «απέβλεπε στην εξόντωση του σταλινισμού ως τις ρίζες του και που θα αντικαταστούσε την αντιδραστική ΕΣΣΔ του Στάλιν με μια “ελεύθερη ένωση ελεύθερων λαών”. Η χώρα θα διαιρούνταν ευθύς εξαρχής σε δέκα φυσικές περιοχές: τα Ενωμένα Κράτη του Βόρειου Καύκασου, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Ουκρανίας, τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Μόσχας, της Σιβηρίας κλπ.».
Καταστρώνοντας στη διάρκεια του 1939 ένα σχέδιο για την ανατροπή της κυβέρνησης του Στάλιν, η ομάδα του Τοκάγεφ ετοιμάζεται να «αναζητήσει υποστήριξη από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από τη Β' Διεθνή, και να εκλέξει μια νέα Συντακτική Συνέλευση, το πρώτο μέτρο της οποίας θα ήταν να θέσει τέλος στο μονοκομματικό σύστημα».
Τέλος, ο Τοκάγεφ είναι της γνώμης ότι η Αγγλία «είναι η πιο ελεύθερη και η πιο δημοκρατική χώρα στον κόσμο». Και μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο:
«Οι φίλοι μου κι εγώ είχαμε εξελιχθεί σε μεγάλους θαυμαστές των Ηνωμένων Πολιτειών».
Με αρκετή έκπληξη διαπιστώνουμε ότι έχουμε εδώ, σχεδόν σημείο προς σημείο, το πρόγραμμα του κυρίου Γκορμπατσόφ. Οι ιδέες που υπερασπιζόταν στα 1931-1948 αυτή η παράνομη αντικομμουνιστική οργάνωση, αναβίωσαν στην κορυφή του Κόμματος από το 1985.0 Γκορμπατσόφ κατήγγειλε ότι ο κόσμος έχει διαιρεθεί σε σοσιαλισμό και καπιταλισμό και ασπάστηκε τις «παγκόσμιες αξίες». Την προσέγγιση με τη σοσιαλδημοκρατία, ο Γκορμπατσόφ την εγκωμίαζε φανερά από το 1986. Ο πολυκομματισμός έγινε πραγματικότητα στην ΕΣΣΔ το 1989. Ότι η επανάσταση του Φλεβάρη είχε φέρει στη Ρωσία «τη δημοκρατική ελπίδα», ο Γέλτσιν το υπενθύμισε πρόσφατα στον κύριο Σιράκ. Η μετατροπή της «αντιδραστικής Σοβιετικής Ενωσης» σε Ενωση Ελεύθερων Δημοκρατιών υλοποιήθηκε...
Όταν όμως το 1935 ο Τοκάγεφ έδινε μάχη για το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε πενήντα χρόνια αργότερα από τον Γ κορμπατσόφ, είχε συνείδηση του ότι ξεκινούσε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου με την μπολσεβίκικη ηγεσία.
«Το καλοκαίρι του 1935, εμείς οι αντιπολιτευόμενοι, στρατιωτικοί αλλά και πολίτες, αντιλαμβανόμασταν απόλυτα ότι είχαμε ξεκινήσει έναν αγώνα ζωής ή θανάτου».
Ποιοι μετέχουν στην παράνομη ομάδα του Τοκάγεφ;
Πρόκειται κατά κύριο λόγο για αξιωματικούς του Κόκκινου Στρατού, συνήθως νεαρούς αξιωματικούς, απόφοιτους των στρατιωτικών ακαδημιών.
Ο αρχηγός του, του οποίου δεν αναφέρει το όνομα, ο «σύντροφος X», ανώτερος αξιωματικός, είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής σ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’30 και του ’40.
Ο Ριτς, υποπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, είναι ο αρχηγός του παράνομου κινήματος στο στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Τέσσερις φορές διαγράφηκε από το Κόμμα, τέσσερις φορές επανεντάχθηκε.
Οι στρατηγοί Οσεπιάν -υπαρχηγός της πολιτικής διοίκησης των Ένοπλων Δυνάμεων!- και Άλξνις συγκαταλέγονται στους κύριους υπεύθυνους της παράνομης οργάνωσης. Συνδέονται στενά με το στρατηγό Κασίριν. Και οι τρεις συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ενόσω εκδικαζόταν η υπόθεση Τουχατσέφσκι.
Μερικά άλλα ονόματα: Ο αντισυνταγματάρχης Γκάι, σκοτώθηκε το 1936 στη διάρκεια μιας ένοπλης αναμέτρησης με την αστυνομία. Ο συνταγματάρχης Κοσμοντεμιάνσκι που «είχε επιχειρήσει μια ηρωική αλλά πρώιμη απόπειρα ανατροπής της ολιγαρχίας του Στάλιν». Ο αντιστράτηγος Τοντόρσκι, διοικητής της Ακαδημίας Ζουκόφσκι, και ο Σμολένσκι, επίτροπος μεραρχίας, υποδιοικητής της ίδιας Ακαδημίας, υπεύθυνος πολιτικών υποθέσεων.
Στην Ουκρανία, η ομάδα στηρίζεται στον Νικολάι Γκενεράλοφ, που ο Τοκάγεφ συνάντησε το 1931 σε μια παράνομη σύσκεψη στη Μόσχα, και στον Λέντζερ. Και οι δύο συνελήφθησαν στο Ντνιπροπετρόφσκτο 1936.
Η Κάτια Οκμαν, κόρη ενός παλιού μπολσεβίκου που ήρθε σε ρήξη με το Κόμμα στις αρχές της επανάστασης, και η Κλάβα Γεριόμενκο, Ουκρανή, χήρα αξιωματικού της ναυτικής αεροπορίας της Σεβαστούπολης, παίζουν ρόλο συνδέσμων διασχίζοντας τη χώρα.
Οσο διαρκείη εκκαθάριση της ομάδας του Μπουχάριν (της «δεξιάς παρέκκλισης») και της ομάδας του στρατάρχη Τουχατοέφοκι, το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του Τοκάγεφ συλλαμβάνεται και τουφεκίζεται.
«Οι στενοί κύκλοι του συντρόφου X είχαν σχεδόν ολοκληρωτικά εξαρθρωθεί. Οι περισσότεροι είχαν συλληφθεί σε σχέση με τη “δεξιά παρέκκλιση”».
«Η κατάστασή μας», λέει ο Τοκάγεφ, «είχε γίνει τραγική. Ενα από τα στελέχη, ο Μπελίνσκι, παρατήρησε ότι είχαμε πέσει έξω πιστεύοντας πως ο Στάλιν ήταν ανίκανος και ότι δε θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιήσει την εκβιομηχάνιση και την πολιτιστική ανάπτυξη. Ο Ριτς αποκρίθηκε πως ο Μπελίνσκι είχε άδικο, πως επρόκειτο για μια πάλη γενεών και πως έπρεπε να προετοιμαστεί η μετασταλινική εποχή».
Βόρειο Καύκασο, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μ. Π. Σεμπολντάγεφ, πρώτος γραμματέας της Επιτροπής του Κόμματος και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Όχι πως το κίνημά μας συμφωνούσε απόλυτα με την ομάδα Σεμπολντάγεφ-Ενουκίτζε, αλλά ξέραμε τι έκαναν, και ο σύντροφος X θεωρούσε ότι ήταν επαναστατικό μας καθήκον να τους βοηθήσουμε σε yia κρίσιμη στιγμή. Διαφωνούσαμε σε λεπτομέρειες, αλλά ήταν γενναίοι και έντιμοι άνθρωποι, που είχαν επανειλημμένα σώσει μέλη της δικής μας ομάδας, και που είχαν μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν».
«(Το 1935), οι προσωπικές μου επαφές μου έδιναν τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση σε ορισμένα άκρως απόρρητα έγγραφα της Κεντρικής Υπηρεσίας του Κόμματος και τα οποία αναφέρονταν στον “Αμπού” Ενουκίτζε και στην ομάδα του. Τα έγγραφα αυτά θα μας βοηθούσαν να ανακαλύψουμε τι γνώριζαν οι σταλινικοί για όλους εκείνους που δούλευαν εναντίον τους».
«Ο Ενουκίτζε ήταν ένας πεισμένος κομμουνιστής της δεξιάς πτέρυγας. Τη δεκαετία του ’30, ήταν πιθανώς ο πιο θαρραλέος άνθρωπος στο Κρεμλίνο. Η ανοιχτή διαμάχη ανάμεσα στον Στάλιν και τον Ενουκίτζε χρονολογούνταν στην πραγματικότητα από τη θέσπιση του νόμου της 1ης Δεκέμβρη του 1934, που ακολούθησε αμέσως μετά τη δολοφονία του Κίροφ».
«Ο Ενουκίτζε ανεχόταν κάτω από αυτόν μια χούφτα ανθρώπους που ήταν τεχνικά αποτελεσματικοί και χρήσιμοι για την κοινότητα, αλλά ήταν αντικομμουνιστές».
Ο Ενουκίτζε τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στα μέσα του 1935.0 αντισυνταγματάρχης Γκάι, ηγετικό στέλεχος της ομάδας του Τοκάγεφ, οργάνωσε τη φυγάδευσή του. Στο Ροστόφ στον Ντον, πραγματοποίησαν σύσκεψη μαζί με τον Σεμπολντάγεφ, πρώτο γραμματέα της Επιτροπής του Κόμματος της περιοχής Αζοφική-Μαύρη Θάλασσα, τον Πιβοβάροφ, πρόεδρο του σοβιέτ της περιοχής, και τον Λάριν, τον πρωθυπουργό. Επειτα, οι Ενουκίτζε και Γκάι συνέχισαν προς το Νότο, αλλά αιφνιδιάστηκαν από το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών στο δρόμο για το Μπακού. Ο Γκάι σκότωσε δύο άντρες, αλλά στη συνέχεια σκοτώθηκε κι ο ίδιος.
Η δεύτερη αντιπολιτευτική ομάδα με την οποία διατηρεί σχέσεις η οργάνωση του Τοκάγεφ είναι η ομάδα του Μπουχάριν. Οι σχέσεις τους περιγράφηκαν ήδη πιο πάνω.
Ο Τοκάγεφ βεβαιώνει ότι η ομάδα του διατηρούσε στενές επαφές με μια τρίτη φράξια στην κορυφή του Κόμματος, τη φράξια του αρχηγού της Ασφάλειας, του Γιάγκοντα.
«Γνωρίζαμε τη δύναμη του αρχηγού του Λαϊκού Επιτροπάτ ου Εσωτερικών, του Γάγκοντα, στο ρόλο του, όχι του υπηρέτη, αλλά του εχθρού του καθεστώτος».
Ο Τοκάγεφ λέει πως ο Γιάγκοντα προστάτεψε πολλούς από τους άντρες τους που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Όταν συνελήφθη ο Γιάγκοντα, κόπηκαν όλοι οι δεσμοί της ομάδας Τοκάγεφ με την ηγεσία της Ασφάλειας. Για το παράνομο κίνημά τους, ήταν ένα εξαιρετικά βαρύ πλήγμα...
«Το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών, με επικεφαλής τώρα τον Γεζόφ, έκανε κι άλλα βήματα μπροστά. Το αριθμητικά περιορισμένο Πολιτικό Γραφείο είχε διεισδύσει στις συνωμοσίες της ομάδας Ενουκίτζε-Σεμπολντάγεφ και της ομάδας Γιάγκοντα-Ζελίνσκι και είχε κόψει τους δεσμούς της αντιπολίτευσης με τις κεντρικές υπηρεσίες της πολιτικής αστυνομίας. (...) Ο Γιάγκοντα αποπέμφθηκε από το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών και χάσαμε ένα σημαντικό συνδετικό κρίκο της αντιπολιτευτικής μυστικής μας υπηρεσίας».
Ποιες ήταν οι προθέσεις, τα σχέδια και οι δραστηριότητες της ομάδας του Τοκάγεφ;
Πολύ πριν από το 1934, λέει ο Τ οκάγεφ, η ομάδα μας είχε σχεδιάσει να δολοφονήσει τον Κίροφ και τον Καλίνιν, τον πρόεδρο της Σοβιετικής Ενωσης. Τελικά, μια άλλη ομάδα εκτέλεσε την επιχείρηση κατά του Κίροφ, μια ομάδα με την οποία ήμασταν σε επαφή.
«Το 1934, εκδηλώθηκε μια συνωμοσία για το ξεκίνημα μιας επανάστασης με τη σύλληψη όλων των σταλινικών που είχαν συγκεντρωθεί για το 17ο Συνέδριο του Κόμματος».
Να θυμηθούμε ότι ο Μπουχάριν, στη διάρκεια της δίκης του, μίλησε γι’ αυτό το σχέδιο και το απέδωσε στους Ενουκίτζε και Τόμσκι.
Μια σύντροφος από την ομάδα, η Κλάβα Γεριόμενκο, είχε προτείνει, στα μέσα του 1936, να δολοφονηθεί ο Στάλιν. Γνώριζε αξιωματικούς της προσωπικής φρουράς του Στάλιν. Ο σύντροφος X είχε αρνηθεί, γιατί είχαν ήδη γίνει δεκαπέντε απόπειρες, χωρίς αποτέλεσμα.
Έχοντας ο ίδιος αντικομμουνιστική πλατφόρμα, η παράνομη οργάνωση του Τοκάγεφ διατηρεί στενές σχέσεις με τις φράξιες των «κομμουνιστών-ρεφορμιστών» στους κόλπους της κομματικής ηγεσίας.
Τ ον Ιούνη του 1935, ο Τ οκάγεφ στέλνεται στο Νότο. Μας κάνει μερικές αποκαλύψεις σχετικά με τους Ενουκίτζε και Σεμπολντάγεφ, δυο παλιούς μπολσεβίκους που συνήθως θεωρούνται χαρακτηριστικά θύματα της αυθαιρεσίας του Στάλιν.
«Ένα από τα καθήκοντά μου ήταν να προσπαθήσω να αποτρέψω μια επίθεση εναντίον ορισμένων ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης στην Αζοφική Θάλασσα, στη Μαύρη Θάλασσα και στο πιθανότητα επιτυχίας, οι οποίες είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες.
Τον Αύγουστο του 1936, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να γίνουν άμεσες προετοιμασίες για μια γενική ένοπλη εξέγερση. Ήμουν βέβαιος τότε, όπως και σήμερα, ότι, αν ο σύντροφος X είχε ρίξει το σύνθημα για ένοπλη εξέγερση, θα τον είχαν ακολουθήσει αμέσως πολλοί μεγάλοι άντρες της ΕΣΣΔ. Το 1936, οι Άλξνις, Γεγκόροφ, Οσεπιάν και Κασίριν θα τον είχαν ακολουθήσει».
Να παρατηρήσουμε ότι όλοι αυτοί οι στρατηγοί εκτελέστηκαν μετά την αποκάλυψη της συνωμοσίας του Τουχατσέφσκι. Ο Τοκάγεφ πιστεύει πως το 1936 διέθεταν αρκετούς άντρες μέσα στο στρατό, ώστε να πετύχουν ένα πραξικόπημα που, αφού ζούσε ακόμα ο Μπουχάριν, θα είχε βρει κάποια υποστήριξη μέσα στην αγροτιά.
Ενας από «τους πιλότους μας», λέει ο Τοκάγεφ, είχε υποβάλει στο σύντροφο X, στον Άλξνις και στον Οσεπιάν ένα σχέδιο για το βομβαρδισμό του μαυσωλείου του Λένιν και του Πολιτικού Γραφείου.
Στις 20 Νοέμβρη του 1936, στη Μόσχα, ο σύντροφος X, στη διάρκεια μιας παράνομης σύσκεψης πέντε μελών, προτείνει στον Ντεμοκράτοφ να δολοφονήσει τον Γεζόφ στη διάρκεια του έκτακτου 8ου Συνεδρίου των σοβιέτ.180
«Τον Απρίλη του 1939, οργανώσαμε ένα συνέδριο ηγετικών στελεχών της παράνομης αντιπολίτευσης. Δίπλα σε δημοκράτες επαναστάτες, υπήρχαν δύο σοσιαλιστές και δύο στρατιωτικοί της “δεξιάς” (μπουχαρινικής) αντιπολίτευσης. Υιοθετούσαμε για πρώτη φορά μια απόφαση που όριζε το σταλινισμό σαν αντεπαναστατικό φασισμό, σαν φασιστική προδοσία της εργατικής τάξης. Η απόφαση κοινοποιήθηκε αμέσως σε διακεκριμένες προσωπικότητες του Κόμματος και της κυβέρνησης και παρόμοιες συσκέψεις οργανώθηκαν σε άλλα κέντρα. Εκτιμήσαμε επίσης τις πιθανότητες επιτυχίας μιας ένοπλης εξέγερσης κατά του Στάλιν σε ένα άμεσο μέλλον».
Να σημειώσουμε ότι το θέμα «ο μπολσεβικισμός είναι όμοιος με το φασισμό» αναπτύσσεται από μια ομάδα συνωμοτών, οπαδών της αστικής δημοκρατίας και του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Λίγο αργότερα, ο Τοκάγεφ συζητάει με έναν ανώτερο αξιωματικό της στρατιωτικής διοικητικής περιφέρειας του Λένινγκραντ, που λέγεται Σμολνίνσκι στην παρανομία, για τη δυνατότητα μιας απόπειρας κατά του Ζντάνοφ.
Αρχές του 1941, μερικούς μήνες πριν από τον πόλεμο, πραγματοποιείται άλλη μια σύσκεψη, στην οποία οι συνωμότες εξετάζουν το ζήτημα μιας απόπειρας κατά του Στάλιν σε περίπτωση πολέμου. Τελικά, αποφασίζουν πως δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία. Πρώτα, δε διαθέτουν πια αρκετούς άντρες για να διοικήσουν τη χώρα. Κι έπειτα, λέει ο Τοκάγεφ, εκείνη τη στιγμή, η μάζα δε θα μας είχε ακολουθήσει.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η ηγεσία του Κόμματος πρότεινε στον Τοκάγεφ, που μιλούσε γερμανικά, να πάει να διευθύνει τις επιχειρήσεις των παρτιζάνων πίσω από τις γραμμές των ναζί. Οι παρτιζάνοι διέτρεχαν, φυσικά, τεράστιους κινδύνους. Εκείνη τη στιγμή, ο σύντροφος X αποφασίζει ότι ο Τοκάγεφ δεν μπορεί να δεχτεί:
«Έπρεπε, αν ήταν δυνατό, να παραμείνουμε στα βασικά κέντρα, ώστε να είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την εξουσία, στην περίπτωση που θα κατέρρεε το καθεστώς του Στάλιν.» Το σημείο αυτό είχε συζητηθεί στη διάρκεια μιας παράνομης σύσκεψης, στις 5 Ιούλη του 1941.
Μετά τον πόλεμο, το 1947, ο Τοκάγεφ είχε αναλάβει τις συζητήσεις με το Γερμανό καθηγητή Τανκ, ειδικό σε θέματα αεροναυτικής, προκειμένου να τον πείσει να πάει να εργαστεί στη Σοβιετική Ένωση.
«Ο Τανκ ήταν έτοιμος να ασχοληθεί με τη μελέτη ενός αεριωθούμενου μαχητικού αεροπλάνου. Συζήτησα την υπόθεση με μερικούς ανθρώπους-κλειδιά. Συμφωνήσαμε στην άποψη ότι ήταν σφάλμα να πιστεύει κανείς πως οι μηχανικοί της σοβιετικής αεροναυτικής δεν μπορούσαν να σχεδιάσουν ένα αεριωθούμενο βομβαρδιστικό, αλλά πως δεν ήταν προς το συμφέρον της χώρας να το κάνουν. Κατά τη γνώμη μας, η ΕΣΣΔ δεν απειλούνταν πραγματικά από εξωτερικούς εχθρούς. Για το λόγο αυτό, οι δικές μας προσπάθειες έπρεπε να κατευθύνονται προς την αποδυνάμωση -και όχι την ενίσχυση- του σοβιετικού μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού, ελπίζοντας ότι έτσι θα καταστεί δυνατή μια δημοκρατική επανάσταση».
Ο Τοκάγεφ παραδέχεται εδώ ότι το οικονομικό και στρατιωτικό σαμποτάζ ήταν ένα μέσο πάλης που χρησιμοποιούσε η παράνομη οργάνωση του.
Αυτά τα λίγα παραδείγματα δίνουν μια ιδέα για τη συνωμοτική δραστηριότητα αυτής της παράνομης στρατιωτικής ομάδας, που κρυβόταν μέσα στους κόλπους του μπολσεβίκικου Κόμματος, και της οποίας όσα μέλη επέζησαν είχαν την ευκαιρία να δουν να αναγνωρίζονται τα «ιδανικά» τους μετά τον ερχομό στην εξουσία του Χρουστσιόφ και, στη συνέχεια, να υλοποιούνται επί Γκορμπατσόφ.
Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΟΥ 1937-1938
Η εκκαθάριση αυτή καθεαυτή αποφασίστηκε μετά την αποκάλυψη της στρατιωτικής συνωμοσίας του Τουχατσέφσκι. Η ανακάλυψη ομάδας συνωμοτών στην ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, που είχε διασυνδέσεις με τις οπορτουνιστικές φράξιες του Κόμματος, προκάλεσε πραγματικό πανικό.
Από αρκετά χρόνια πριν, η ηγεσία του Κόμματος είχε την πεποίθηση ότι ο πόλεμος με το φασισμό ήταν αναπόφευκτος. Το γεγονός ότι τα κορυφαία στελέχη του Κόκκινου Στρατού και ορισμένα ηγετικά στελέχη του Κόμματος επεξεργάζονταν μυστικά τα σχέδια ενός πραξικοπήματος προκάλεσε πραγματικό σοκ. Οι μπολσεβίκοι ηγέτες συνειδητοποίησαν τη σοβαρότητα του εσωτερικού κινδύνου και των διασυνδέσεών του με την εξωτερική απειλή. Ο Στάλιν καταλάβαινε απόλυτα ότι η αναμέτρηση ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση θα κόστιζε τη ζωή σε εκατομμύρια Σοβιετικούς. Η απόφαση της φυσικής εξόντωσης της πέμπτης φάλαγγας δεν ήταν καθόλου δείγμα της «παράνοιας του δικτάτορα», όπως βεβαίωνε η ναζιστική προπαγάνδα: έδειχνε την αποφασιστικότητα του Στάλιν και του μπολσεβίκικου Κόμματος να αντιμετωπίσουν το φασισμό σ’ έναν αγώνα μέχρις εσχάτων. Εξοντώνοντας την πέμπτη φάλαγγα, ο Στάλιν έσωζε τη ζωή αρκετών εκατομμυρίων Σοβιετικών. Οι νεκροί αυτοί θα αποτελούσαν το επιπλέον τίμημα σε περίπτωση που η επίθεση από το εξωτερικό θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις δολιοφθορές, τις προβοκάτσιες και τις προδοτικές ενέργειες στο εσωτερικό.
Σε προηγούμενο κεφάλαιο, είδαμε ότι η εκστρατεία κατά της γραφειοκρατίας μέσα στο Κόμμα, κυρίως στο επίπεδο των ενδιάμεσων δομών του, πήρε το 1937 μεγάλη έκταση. Στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, ο Γιαροσλάφσκι επιτέθηκε σκληρά κατά του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Διαβεβαίωσε ότι στο Σβερντλόφσκ τα μισά μέλη των προεδρείων των κυβερνητικών θεσμικών οργάνων είχαν διοριστεί χαριστικά. Το σοβιέτ της Μόσχας συνεδρίαζε μόνο μια φορά το χρόνο. Ορισμένα ηγετικά στελέχη δε γνώριζαν ούτε καν εξ όψεως τους υφισταμένους τους. Ο Γαροσλάφσκι δήλωσε κατηγορηματικά:
«Αυτός ο κομματικός μηχανισμός, που θα έπρεπε να βοηθάει το Κόμμα, παρεμβάλλεται συχνά ανάμεσα στις μάζες και τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την απομάκρυνση των ηγετικών στελεχών από τη μάζα».
Ο Γκέτι γράφει:
«Το κέντρο προσπαθούσε να ξεκινήσει μια κριτική κατά της μεσαίας βαθμίδας του μηχανισμού, με τη βοήθεια των ακτιβιστών της βάσης. Χωρίς την επίσημη έγκριση και την πίεση από πάνω, θα ήταν αδύνατο για τη βάση να οργανώσει και να διατηρήσει από μόνη της ένα παρόμοιο κίνημα κατά των αμέσως ανωτέρων της».
Η γραφειοκρατική και αυθαίρετη συμπεριφορά των ανθρώπων των επαρχιακών οργάνων ενισχυόταν από το μονοπώλιό τους στον τομέα της διοικητικής πείρας. Η μπολσεβίκικη ηγεσία ενθάρρυνε τη βάση στον αγώνα της κατά των γραφειοκρατικών και αστικών αυτών τάσεων. Ο Γκέτι λέει σχετικά:
«Ο λαϊκός έλεγχος από τα κάτω δεν έδειχνε αφέλεια. Ήταν μάλλον μια μάταιη αλλά ειλικρινής απόπειρα να χρησιμοποιηθούν τα μέλη της βάσης για να σπάσουν τα κλειστά κυκλώματα της επαρχίας».
Αρχές του 1937, ένας σατράπης σαν ο Ρουμιάντσεφ, που διοικούσε τη Δυτική Περιοχή, μια έκταση στο μέγεθος ευρωπαϊκού κράτους, δεν είχε καταστεί δυνατό να εκθρονιστεί με την κριτική της βάσης. Αποπέμφθηκε από τα πάνω, για την ανάμιξή του στη στρατιωτική συνωμοσία, ως στενός συνεργάτης του Ουμπορέβιτς.
«Τα δύο ριζοσπαστικά ρεύματα της δεκαετίας του ’30 είχαν συγκλίνει τον Ιούλη του 1937, και οι στροβιλισμοί που επακολούθησαν κατέλυσαν τη γραφειοκρατία. Η εκστρατεία του Ζντάνοφ για την αναζωογόνηση του Κόμματος και το κυνήγι των εχθρών που εξαπέλυσε ο Γεζόφ, συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν μια χαώδη “λαϊκή τρομοκρατία”που σάρωνε τώρα το Κόμμα. (...) Η λαϊκή αντιγραφειοκρατική εκστρατεία και η αστυνομική τρομοκρατία εξόντωναν τη γραφειοκρατία, καθώς και τους γραφειοκράτες. Ο ριζοσπαστισμός είχε αναστρέψει απόλυτα την πολιτική μηχανή και είχε εξαλείψει την κομματική γραφειοκρατία».
Η πάλη κατά της ναζιστικής διείσδυσης και της συνωμοσίας στο στρατό συγχωνεύτηκε έτσι με την πάλη κατά της γραφειοκρατίας και των φέουδων. Εγινε επαναστατική εκκαθάριση από τα πάνω κι από τα κάτω.
Η εκκαθάριση άρχισε με μια απόφαση-πλαίσιο, που υπογράφηκε στις 2 Ιούλη του 1937 από τους Στάλιν και Μόλοτοφ.
Ο Γεζόφ υπέγραψε στη συνέχεια τις διαταγές εκτέλεσης, με τις οποίες καταδικάζονταν σε θάνατο 75.950 άτομα, των οποίων η αμείωτη έχθρα απέναντι στη σοβιετική εξουσία ήταν γνωστή: εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, κουλάκοι, αντεπαναστάτες, κατάσκοποι και αντισοβιετικά στοιχεία. Οι περιπτώσεις θα εξετάζονταν από μια τρόικα αποτελούμενη από το γραμματέα του Κόμματος, τον πρόεδρο του τοπικού σοβιέτ και τον αρχηγό του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών. Όμως ήδη από το Σεπτέμβρη του 1937, οι υπεύθυνοι για την εκκαθάριση σε επίπεδο περιοχής και οι ειδικοί απεσταλμένοι της ηγεσίας υπέβαλλαν αιτήσεις για την αύξηση του συνολικού αριθμού των αντισοβιετικών στοιχείων που θα μπορούσαν να εκτελεστούν.
Η εκκαθάριση συχνά χαρακτηρίστηκε από αναποτελεσματικότητα και αναρχία. Την ώρα που το Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών του Μινσκ ετοιμαζόταν να τον συλλάβει, ο συνταγματάρχης Κούτσνερ πήρε το τρένο για τη Μόσχα... όπου διορίστηκε καθηγητής στην Ακαδημία Φρούνζε! Παραθέτοντας τις μαρτυρίες του Γκρι-κορένκο και του Γκίνσμπουργκ, δύο αντιπάλων του Στάλιν, ο Γκέ-ι σημειώνει:
«Ενα πρόσωπο που αισθανόταν ότι επίκειται η σύλληψή του, μπορούσε να φύγει και να πάει σε άλλη πόλη και, κατά κανόνα, να αποφύγει έτσι τη σύλληψη».
Γραμματείς Περιοχής του Κόμματος προσπαθούσαν να αποδείξουν το βαθμό επαγρύπνησής τους καταγγέλλοντας και διαγράφοντας μεγάλο αριθμό κατώτερων στελεχών και απλών μελών. Αντιπολιτευόμενοι που είχαν παρεισδύσει στο Κόμμα πρωτοστατούσαν σε ίντριγκες που αποσκοπούσαν στη διαγραφή όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού αφοσιωμένων κομμουνιστικών στελεχών. Σχετικά με αυτό, ένας αντιπολιτευόμενος κατέθεσε:
«Προσπαθούσαμε να διαγράψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα από το Κόμμα. Διαγράφαμε χωρίς να υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Είχαμε έναν και μοναδικό σκοπό - να αυξήσουμε τον αριθμό των δυσαρεστημένων και έτσι να αυξήσουμε τον αριθμό των συμμάχων μας».
Το να διευθύνει κανείς μια γιγαντιαία και πολύπλοκη χώρα, που είχε πάντοτε μεγάλα κενά να καλύψει, ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο καθήκον. Στους πολλαπλούς στρατηγικούς τομείς, ο Στάλιν συγκεντρωνόταν στην επεξεργασία των γενικών κατευθυντήριων γραμμών. Έπειτα, εμπιστευόταν την εφαρμογή τους σε κάποιον από τους στενούς συνεργάτες του. Έτσι, προκειμένου να εφαρμοστούν οι κατευθυντήριες γραμμές της εκκαθάρισης, αντικατέστησε τον Γιάγκοντα, έναν φιλελεύθερο που είχε εμπλακεί στις συνωμοσίες των αντιπολιτευόμενων, με έναν παλιό μπολσεβίκο εργατικής καταγωγής, τον Γεζόφ.
Όμως, έπειτα από τρεις μήνες εκκαθάρισης υπό τη διεύθυνση του Γεζόφ, υπάρχουν ήδη ενδείξεις πως ο Στάλιν δεν ήταν ικανοποιημένος από την εξέλιξη της επιχείρησης. Τον Οκτώβρη ο Στάλιν έκανε μια παρέμβαση για να διαβεβαιώσει ότι οι οικονομικοί διευθυντές ήταν άξιοι εμπιστοσύνης. Το Δεκέμβρη του 1937, γιορτάστηκε η εικοστή επέτειος από την ίδρυση του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών. Ο τύπος καλλιεργούσε από καιρό ένα είδος λατρείας του ΛΕΕ, «της πρωτοπορίας του Κόμματος και της επανάστασης». Αντίθετα από κάθε προσδοκία, ο Στάλιν δεν περίμενε τη σύγκληση της Κεντρικής Επιτροπής. Τέλος Δεκέμβρη, τρεις βουλευτές επίτροποι του ΛΕΕ αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τα καθήκοντά τους.
Το Γενάρη του 1938, η Κεντρική Επιτροπή εκδίδει μια απόφαση σχετικά με την εξέλιξη της εκκαθάρισης. Επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα επαγρύπνησης και καταστολής των εχθρών και των κατασκόπων. Αλλά επικρίνεται κυρίως η «πλαστή επαγρύπνηση» ορισμένων γραμματέων του Κόμματος που επιτίθενται στη βάση προκειμένου να προστατέψουν τη δική τους θέση. Το κείμενο της απόφασης αρχίζει ως εξής:
«Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης (μπ.) εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να επιστήσει την προσοχή των κομματικών οργανώσεων και των ηγετικών στελεχών τους στο γεγονός πως, επικεντρώνοντας κατά κύριο λόγο τις προσπάθειες τους στην εκκαθάριση των γραμμών τους από τους τροτσκιστές και δεξιούς πράκτορες του φασισμού, πέφτουν σε σφάλματα και σοβαρές διαστρεβλώσεις που βλάπτουν την υπόθεση της εκκαθάρισης του Κόμματος από τους διπλούς πράκτορες, τους κατασκόπους και τους δολιοφθορείς. Παρά τις επανειλημμένες οδηγίες και προειδοποιήσεις της Κεντρικής Επιτροπής, οι οργανώσεις του Κόμματος υιοθετούν σε πολλές περιπτώσεις έναν εντελώς εσφαλμένο τρόπο προσέγγισης και αποπέμπουν κομμουνιστές από το Κόμμα με εγκληματική επιπολαιότητα».
Στην απόφαση επισημαίνονται δύο μεγάλα οργανωτικά και πολιτικά προβλήματα που έκαναν την εκκαθάριση να παρεκκλίνει: η παρουσία κομμουνιστών που επιζητούν αποκλειστικά και μόνο να κάνουν καριέρα και η διείσδυση εχθρικών στοιχείων ανάμεσα στα στελέχη.
«Ανάμεσα στους κομμουνιστές υπάρχει πάντοτε ένας ορισμένος αριθμός από καριερίστες κομμουνιστές που δεν έχουν αποκαλυφθεί και καταδειχτεί. Επιζητούν να αποκτήσουν κύρος και να προαχθούν προτείνοντας διαγραφές από το Κόμμα, διώκοντας μέλη του Κόμματος. Επιζητούν να προστατέψουν τον εαυτό τους από ενδεχόμενες κατηγορίες για έλλειψη επαγρύπνησης, κατατρέχοντας αδιακρίτως μέλη του Κόμματος. (...) Αυτού του είδους οι καριερίστες κομμουνιστές, που επιδιώκουν συνεχώς να ευνοηθούν, σπέρνουν όπου βρεθούν κι όπου σταθούν τον πανικό σχετικά με τους εχθρούς του λαού. Στις κομματικές συνεδριάσεις, είναι πάντοτε έτοιμοι να αναστατώσουν τον κόσμο ζητώντας τη διαγραφή κομματικών μελών για διάφορους τυπικούς λόγους ή χωρίς κανένα λόγο».
«Επιπλέον, πολλές προτάσεις διαγραφής υποβλήθηκαν από συγκαλυμμένους εχθρούς του λαού, από δολιοφθορείς και διπλούς πράκτορες, που μεθοδεύουν, με σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση, την κατάθεση συκοφαντικών κατηγοριών ενάντια σε μέλη του Κόμματος και προφασίζονται “αυξημένη επαγρύπνηση” επιδιώκοντας να διώξουν από το Κόμμα τίμιους και αφοσιωμένους
κομμουνιστές. Μπορούν έτσι να αποφεύγουν τα χτυπήματα εναντίον τους και να διατηρούν τις θέσεις τους μέσα στις γραμμές του Κόμματος. (...) Με κατασταλτικά μέτρα, θέλουν να πλήξουν τα μπολσεβίκικα στελέχη μας και να σπείρουν την αβεβαιότητα και την υπερβολική καχυποψία μέσα στις γραμμές μας».
Στο σημείο αυτό, θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή σε μια εγκληματική απάτη που έκανε ο Χρουστσόφ. Στη μυστική του έκθεση (στο 20ό Συνέδριο), αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο στην καταγγελία της «μεγάλης εκκαθάρισης». «Χρησιμοποιώντας μια φράση του Στάλιν», λέει, «προβοκάτορες είχαν διεισδύσει στα όργανα της Ασφάλειας» και, μαζί με «ασυνείδητους καριερίστες», έσπερναν την τρομοκρατία. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται ακριβώς για τα δύο είδη εχθρικών στοιχείων για τα οποία είχε ήδη προειδοποιήσει ο Στάλιν από το Γενάρη του 1938!
Ο Χρουστσιόφ ισχυρίζεται ότι αυτοί οι προβοκάτορες και καριερίστες μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τη θέση του Στάλιν «όσο περισσότερο πλησιάζουμε προς το σοσιαλισμό, τόσο περισσότερους εχθρούς έχουμε», φράση που επινοήθηκε εξ ολοκλήρου από τον Χρουστσιόφ.195 Ναι, διώχτηκαν άδικα κομμουνιστές, διαπράχτηκαν κατά την εκκαθάριση εγκλήματα. Όμως, με μεγάλη διορατικότητα, ο Στάλιν τα κατάγγειλε όλ’ αυτά από το πρώτο κιόλας εξάμηνο της επιχείρησης. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, ο Χρουστσόφ, με αφορμή τις εγκληματικές ενέργειες των προβοκατόρων και των καριεριστών που είχε καταγγείλει τότε ο Στάλιν, θα βρει ευκαιρία να κακολογήσει την ίδια την εκκαθάριση και να αμαυρώσει τον Στάλιν!
Ας επιστρέφουμε όμως στην απόφαση του Γενάρη του 1938. Ανάμεσα στα συμπεράσματά της, σημειώνουμε το εξής:
«Είναι καιρός να γίνει κατανοητό ότι η μπολσεβίκικη επαγρύπνηση συνίσταται κυρίως στην ικανότητα αποκάλυψης ενός εχθρού, άσχετα με την εξυπνάδα και την πανουργία του, άσχετα με το πώς εξασφαλίζει την κάλυψή του, και όχι στην “τυχαία” και ανεξέλεγκτη διαγραφή δεκάδων και εκατοντάδων ατόμων, του καθένα που μπορεί να γίνει εύκολη λεία.» Πρέπει «να μπει τέλος στις μαζικές και ανεξέλεγκτες διαγραφές από το Κόμμα και να υιοθετηθεί μια πραγματικά διαφοροποιημένη και εξατομικευμένη προσέγγιση στα ζητήματα της διαγραφής από το Κόμμα ή της επανένταξης των διαγραμμένων ατόμων ως μελών με πλήρη δικαιώματα». Πρέπει «να απομακρυνθούν από τις θέσεις τους και να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεων τους τα ηγετικά εκείνα στελέχη του Κόμματος που διαγράφουν μέλη χωρίς να ελέγξουν προσεκτικά όλα τα υλικά και που συμπεριφέρονται με αυθαίρετο τρόπο στα μέλη».
Ο Τοκάγεφ πίστευε ότι ήταν πιθανό αντικομμουνιστές που αντιπαρατίθονταν να έχουν προβεί σε υπερβολές στη διάρκεια της εκκαθάρισης προκειμένου να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του Κόμματος και να το αποδυναμώσουν. Γράψει:
«Ο φόβος μήπως θεωρηθούν ύποπτοι για έλλειψη επαγρύπνησης έσπρωχνε φανατικά τοπικά στελέχη να καταγγέλλουν, όχι μόνο μπουχαρινικούς, αλλά και μαλενκοφικούς, γεζοφικούς, ακόμα και σταλινικούς. Βέβαια, δεν είναι απίθανο να σπρώχτηκαν να ενεργήσουν έτσι από παράνομους αντιπολιτευομένους! (...) Ο Μπέρια, σε μια κοινή συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής και της Εξελεγκτικής Κεντρικής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 1938, δήλωσε ότι αν ο Γεζόφ δεν ήταν συνειδητά πράκτορας των ναζί, ήταν σίγουρα άθελά του. Είχε μετατρέψει τις κεντρικές υπηρεσίες του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών σε επωαστήρα φασιστών πρακτόρων».
«Ο Γκαρντινασβίλι, μια από τις καλύτερες επαφές μου, είχε μια συνομιλία με τον Μπέρια λίγο πριν ο τελευταίος διοριστεί αρχηγός της αστυνομίας. Ο Γκαρντινασβίλι ρώτησε τον Μπέρια αν ο Στάλιν δεν έβλεπε την ταραχή που είχαν προκαλέσει τόσες εκτελέσεις. Δεν παρατηρούσε ότι το καθεστώς τρομοκρατίας είχε παρατραβήξει και ότι είχε γίνει αντιπαραγωγικό. Άνθρωποι που κατείχαν υψηλές θέσεις αναρωτιόνταν μήπως είχαν διεισδύσει στο Λαϊκό Επιτροπάτο Εσωτερικών πράκτορες των ναζί και χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να υποβαθμίσουν τη χώρα μας. Η ρεαλιστική απάντηση του Μπέρια ήταν ότι ο Στάλιν είχε απόλυτη συνείδηση όλων αυτών, αλλά ότι υπήρχε μια τεχνική δυσκολία: η γρήγορη αποκατάσταση της “ομαλότητας” σε ένα κεντρικά ελεγχόμενο κράτος με το μέγεθος της ΕΣΣΔ ήταν τεράστιο έργο. Επιπλέον, υπήρχε πραγματικά ο κίνδυνος πολέμου και επομένως η κυβέρνηση έπρεπε να φανεί πολύ προσεκτική σε ζητήματα ύφεσης».
Στις 11 Νοέμβρη του 1938, ο Στάλιν και ο Μόλοτοφ υπογράφουν μια κατηγορηματική απόφαση, για να μπει τέλος στα φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης.
«Οι γενικές επιχειρήσεις για τη σύνθλιψη και τον αφανισμό των εχθρικών στοιχείων, που πραγματοποιήθηκαν από τα όργανα του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών το 1937-1938, σε μια εποχή δηλαδή όπου οι διαδικασίες προανάκρισης και εκδίκασης ήταν απλουστευμένες, ήταν επόμενο να οδηγήσουν στην εμφάνιση πολλών και σοβαρών παραλείψεων στη δουλειά των οργάνων του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι εχθροί του λαού και οι πράκτορες των ξένων μυστικών υπηρεσιών έχουν εισχωρήσει στα όργανα του ΛΕΕ τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Προσπάθησαν με όλα τα μέσα να περιπλέξουν το προανακριτικό έργο. Πράκτορες παρερμήνευαν εσκεμμένα τους σοβιετικούς νόμους, προέβαιναν σε μαζικές και αστήρικτες συλλήψεις, και ταυτόχρονα προστάτευαν τους υποτακτικούς τους, κυρίως εκείνους που είχαν διεισδύσει στα όργανα του Λαϊκού Επιτροπάτου Εσωτερικών.
Οι τελείως απαράδεκτες παραλείψεις που παρατηρήθηκαν στη δουλειά του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης κατέστησαν δυνατές μόνο και μόνο επειδή οι εχθροί του λαού που τρύπωσαν στα όργανα του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα για να διαχωρίσουν τη δουλειά των οργάνων του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης από τη δουλειά των οργάνων του Κόμματος, για να ξεφύγουν από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του Κόμματος και να διευκολύνουν έτσι για τους ίδιους και για τους υποτακτικούς τους τη συνέχιση των αντισοβιετικών δραστηριοτήτων τους.
Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού και η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ (μπ.) της ΕΣΣΔ αποφασίζουν:
1. Την απαγόρευση στα όργανα του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης να πραγματοποιούν κάθε επιχείρηση μαζικών συλλήψεων και εκτοπισμών. (...)
Το ΣΕΛ και η ΚΕ του ΚΚ (μπ.) προειδοποιούν όλους τους υπαλλήλους του ΛΕΕ και της δικαιοσύνης ότι, για την παραμικρή παραβίαση των σοβιετικών νόμων και των οδηγιών του Κόμματος και της
κυβέρνησης, κάθε υπάλληλος, αδιακρίτως, θα γίνει αντικείμενο αυστηρής ποινικής δίωξης.
Β. Μόλοτοφ, I. Στάλιν».
Υπάρχουν ακόμα πολλές αμφισβητήσεις σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που πλήγηκαν στη διάρκεια της μεγάλης εκκαθάρισης, που υπήρξε πάντοτε ένα από τα αγαπημένα θέματα για να χύσουν το δηλητήριό τους. Σύμφωνα με τον Ρίτερσπορν, το 1937-1938, στη διάρκεια της «μεγάλης εκκαθάρισης», έγιναν 278.818 διαγραφές από το Κόμμα. Ήταν πολύ λιγότερες απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Το 1933, έγιναν 854.330 διαγραφές, το 1934 καταγράφηκαν 342.294 και το 1935 ο αριθμός τους ήταν 281.872. Το 1936 έγιναν 95.145. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εκκαθάρισης στη διάρκεια των διαφόρων περιόδων που εξετάζονται. Αντίθετα με τις συνηθισμένες εκκαθαρίσεις, η «μεγάλη εκκαθάριση» στους κόλπους του Κόμματος είχε ως στόχο κυρίως τα στελέχη. Σύμφωνα με τον Γκέτι, από το Νοέμβρη του 1936 ως το Μάρτη του 1939, έγιναν λιγότερες από 180.000 διαγραφές από το Κόμμα. Στο νούμερο αυτό δεν περιλαμβάνεται ο αριθμός αυτών που επανεντάχθηκαν.
Ήδη πριν από την Ολομέλεια του Γενάρη του 1938, υποβλήθηκαν 53.700 ενστάσεις εναντίον διαγραφών. Τον Αύγουστο του 1938, είχαν καταγραφεί 101.233 νέες ενστάσεις. Εκείνη την εποχή, σε σύνολο 154.933 ενστάσεων, οι επιτροπές του Κόμματος είχαν ήδη εξετάσει τις 85.273, κι απ’ αυτές το 54% είχαν γίνει δεκτές.202 Τίποτα δε δείχνει καλύτερα την αναλήθεια της άποψης ότι η εκκαθάριση ήταν μια τυφλή και ανέκκλητη τρομοκρατία, οργανωμένη από έναν παράφρονα δικτάτορα.
Ο Κόνκουεστ ισχυρίζεται ότι έγιναν 7 με 9 εκατομμύρια συλλήψεις το 1937-1938. Την εποχή αυτή, ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών δεν ξεπερνούσε τα 8 εκατομμύρια. Τον αριθμό του, ο Κόνκουεστ «τον στηρίζει, ουσιαστικά, στις μνήμες πρώην κρατουμένων που βεβαιώνουν ότι το 4% με 5,5% του σοβιετικού πληθυσμού φυλακίστηκε ή εκτοπίστηκε». Πρόκειται για φανταστικά νούμερα, που επινοήθηκαν εξ ολοκλήρου από εχθρούς του σοσιαλισμού, που ήταν αποφασισμένοι να βλάψουν με κάθε τρόπο το καθεστώς. Οι «εκτιμήσεις» τους δε στηρίζονται σε κανένα αξιόπιστο υλικό στοιχείο.
« Ελλείψει υλικών δεδομένων, όλες οι εκτιμήσεις, χωρίς εξαίρεση, δεν έχουν αξία, και είναι δύσκολο να μη συμφωνήσει κανείς με τον Μπρζεζίνσκι, όταν παρατηρεί ότι είναι αδύνατο να γίνουν εκτιμήσεις χωρίς να γίνουν λάθη εκατοντάδων χιλιάδων, ακόμα και εκατομμυρίων».
Θέλουμε τώρα να πάμε για λίγο στο Γκούλαγκ και να θίξουμε το γενικότερο ζήτημα του αριθμού των ατόμων που εγκλείστηκαν και πέθαναν στα σωφρονιστικά στρατόπεδα εργασίας, αφού η λέξη Γκούλαγκ σημαίνει Κεντρική Διοίκηση Στρατοπέδων.
Οπλισμένος με όλη την επιστήμη της στατιστικής και της επαγωγής, ο Ρόμπερτ Κόνκουεστ έκανε σοφούς υπολογισμούς: 5 εκατομμύρια έγκλειστοι στο Γκούλαγκ, στις αρχές του 1934, συν 7 εκατομμύρια συλλήψεις κατά τις εκκαθαρίσεις του 1937-1938, ίσον δώδεκα. Μείον ένα εκατομμύριο που εκτελέστηκαν και δύο εκατομμύρια που πέθαναν από διάφορες αιτίες τα δύο αυτά χρόνια, μας κάνει ακριβώς 9 εκατομμύρια πολιτικών κρατουμένων το 1939 «χωρίς να υπολογίζονται οι εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου».
Τώρα, γνωρίζοντας την έκταση της καταστολής, ο Κόνκουεστ αρχίζει να μετράει τα πτώματα. Μεταξύ 1939 και 1953, η μέση ετήσια θνησιμότητα ήταν «περίπου 10%». Όμως, όλ’ αυτά τα χρόνια, ο αριθμός των κρατουμένων παρέμεινε σχεδόν στάσιμος, περίπου 8 εκατομμύρια. Αυτό σημαίνει πως, αυτά τα χρόνια, 12 εκατομμύρια άτομα δολοφονήθηκαν στο Γκούλαγκ από το σταλινισμό.
Οι αδελφοί Μεντβέντιεφ, οι «κομμουνιστές» αυτοί της σχολής Μπουχάριν-Γκορμπατσόφ, επιβεβαίωσαν εξάλλου, στην ουσία, αυτούς τους αποκαλυπτικούς αριθμούς:
«Υπήρχαν, όσο ζούσε ο Στάλιν, δώδεκα με δεκατρία εκατομμύρια άτομα στα στρατόπεδα.» Επί Χρουστσόφ, που έκανε «να ξαναγεννηθούν οι ελπίδες για εκδημοκρατισμό», τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλύτερα, φυσικά: στο Γκούλαγκ δεν υπήρχαν πια παρά μόνο «2 εκατομμύρια εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου».
Ως εδώ, κανένα πρόβλημα. Όλα πήγαιναν θαυμάσια για τους αντικομμουνιστές μας. Δεν είχαμε λόγους να μην τους πιστεύουμε.
Έπειτα, η ΕΣΣΔ διαλύθηκε και οι συνεργάτες του Γκορμπατσόφ μπόρεσαν να βάλουν στο χέρι τα σοβιετικά αρχεία. Το 1990, οι Σοβιετικοί ιστορικοί Ζέμσκοφ και Ντούζιν δημοσίευσαν τα ανέκδοτά στατιστικά στοιχεία του Γκούλαγκ. Περιέχουν τις εισόδους και εξόδους, καταχωρισμένες λεπτομερώς από την αρχή ως το τέλος.
Απρόσμενη συνέπεια: αυτά τα κατάστιχα έδωσαν τη δυνατότητα να ξεριζωθεί από τον Κόνκουεστ το επιστημονικό του προσωπείο.
Το 1934, ο Κόνκουεστ υπολόγισε σε 5 εκατομμύρια τους πολιτικούς κρατουμένους. Στην πραγματικότητα, ήταν μεταξύ 127.000 και 170.000.0 ακριβής αριθμός όλων των κρατουμένων στα στρατόπεδα εργασίας, πολιτικών και κοινού ποινικού δικαίου μαζί, ήταν 510.307. Στο σύνολο των κρατουμένων, οι πολιτικοί δεν ήταν παρά το 25% με 33%. Στους 150.000 κρατουμένους, ο Κόνκουεστ πρόσθεσε 4.850.000... Λεπτομέρειες.
Ο Κόνκουεστ απαρίθμησε κατά μέσο όρο 8 εκατομμύρια κρατουμένους στα στρατόπεδα το χρόνο. Και ο Μεντβέντιεφ 12 με 13 εκατομμύρια. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων διακυμάνθηκε ανάμεσα σε ένα ελάχιστο 127.000 το 1934 και ένα μέγιστο 500.000 στη διάρκεια των δύο χρόνων του πολέμου, το 1941 και 1942. Επομένως, οι πραγματικοί αριθμοί πολλαπλασιάστηκαν επί 16 ως και 26. Εκεί όπου υπήρχαν κατά μέσο όρο μεταξύ 236.000 και 315.000 πολιτικοί κρατούμενοι, ο Κόνκουεστ «ανακάλυψε» 7.700.000 επιπλέον! Δευτερεύουσας σημασίας στατιστικό λάθος, φυσικά, αφού, άλλωστε, στα σχολικά μας βιβλία, στις εφημερίδες μας, δε βρίσκουμε τον πραγματικό αριθμό των 272.000, αλλά τη συκοφαντία των 8.000.000!
Ο απατεώνας Κόνκουεστ ισχυρίζεται ότι το 1937-1938, στη διάρκεια της «μεγάλης εκκαθάρισης», τα στρατόπεδα παραγεμίστηκαν με 7 εκατομμύρια «πολιτικούς», και ότι υπήρξαν, εκτός από τις 1 εκατομμύριο εκτελέσεις, και 2 εκατομμύρια θάνατοι. Στην πραγματικότητα, από το 1936 ως το 1939, ο αριθμός των κρατουμένων στα στρατόπεδα αυξήθηκε κατά 477.789 άτομα (δηλαδή από 839.406 έφτασε τους 1.317.195). Συντελεστής παραποίησης 14. Σε δύο χρόνια, καταμετρήθηκαν 115.922 θάνατοι, και όχι 2.000.000. Εκεί όπου 116.000 άτομα πέθαναν από διάφορες αιτίες, ο Κόνκουεστ προσθέτει 1.884.000 «θύματα του σταλινισμού».
Ο ιδεολόγος του Γκορμπατσόφ, ο Μεντβέντιεφ, κάνει λόγο για 12 με 13 εκατομμύρια ανθρώπους στα στρατόπεδα. Στα χρόνια του φιλελεύθερου Χρουστσιόφ, δεν απέμεναν παρά μόνο 2 εκατομμύρια: όλοι του κοινού ποινικού δικαίου. Στην πραγματικότητα, τον καιρό του Στάλιν, το 1951 -τη χρονιά που υπήρχε ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων στο Γκούλαγκ- υπήρχαν 1.948.158 εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, όσοι ακριβώς και επί Χρουστσιόφ. Ο πραγματικός αριθμός των πολιτικών κρατουμένων ήταν τότε 579.878. Οι περισσότεροι από τους «πολιτικούς» ήταν άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί: 334.538 είχαν καταδικαστεί για προδοσία.
Σύμφωνα με τον Κόνκουεστ, μεταξύ 1939 και 1953, το ποσοστό των θανάτων στα στρατόπεδα εργασίας ήταν 10% το χρόνο, δηλαδή συνολικά 12 εκατομμύρια «θύματα του σταλινισμού». Ενας μέσος όρος 855.000 θάνατοι το χρόνο. Στην πραγματικότητα, ο αληθινός αριθμός σε καιρό ειρήνης ήταν 49.000.0 Κόνκουεστ επινόησε έναν επιπρόσθετο αριθμό 806.000 θανάτων το χρόνο. Στα τέσσερα χρόνια του πολέμου, όταν η ναζιστική βαρβαρότητα επέβαλε ανυπόφορες συνθήκες διαβίωσης σε όλους τους Σοβιετικούς, ο μέσος όρος θανάτων ήταν 194.000. Ετσι, μέσα σε τέσσερα χρόνια, οι ναζί προκάλεσαν έναν επιπρόσθετο αριθμό 580.000 θανάτων, που φορτώθηκαν στην πλάτη του Στάλιν...
Ο Γουερθ, που καταγγέλλει τις παραποιήσεις του Κόνκουεστ, πασχίζει ωστόσο να διατηρήσει στο μέτρο του δυνατού το μύθο των σταλινικών «εγκλημάτων».
«Σε δεκατέσσερα χρόνια (1934-1947), ένα εκατομμύριο θάνατοι καταγράφηκαν μόνο στα στρατόπεδα εργασίας». Έτσι, και ο Γουερθ χρεώνει τους επιπλέον 580.000 θανάτους, που οφείλονταν στους ναζί, στο λογαριασμό του σοσιαλισμού!
